■ «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι, κακούλικα και τα δύο, μουλωχτά, φθονερά κι εκδικητικά. Τι να κάνουν, τι να κάνουν, όταν μεγαλώσουν, για να νιώθουν σπουδαίοι και να τους υπολογίζουν οι άλλοι, αποφάσισαν να γίνουν κριτικοί.»
■ Με αυτά τα λόγια ξεκινά ο λίβελος που δημοσίευσε ο γνωστός κριτικός λογοτεχνίας –και συγγραφέας– Δημοσθένης Κούρτοβικ, στο τελευταίο του καλοκαιρινό κείμενο στα «Νέα», δύο βδομάδες πριν. Ο λίβελος στρεφόταν εναντίον δύο επίσης πολύ γνωστών κριτικών μεγάλων εφημερίδων οι οποίοι, με διαφορά ενάμιση μήνα περίπου, δημοσίευσαν αρνητικές κριτικές για το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Τι ζητούν οι βάρβαροι».
■ Ποια ήταν η βασική μομφή που απηύθυνε ο Κούρτοβικ στους δύο καταξιωμένους κριτικούς; Ότι «συναντιούνται και συσκέπτονται πριν γράψουν κριτική για ένα βιβλίο, ώστε να συμπίπτουν απολύτως τόσο στις γενικές όσο και στις επιμέρους κρίσεις τους». Με άλλα λόγια, γι’ αυτό που στον κόσμο του εμπορίου ονομάζεται «εναρμονισμένες πρακτικές».
■ Πόσο μάλλον που, σύμφωνα με τον συγγραφέα και κριτικό, η πρακτική τους δεν περιορίζεται στην εναρμόνιση των κειμένων τους, αλλά και των ψήφων τους, αφού «και στις διάφορες επιτροπές βραβεύσεων συμμετείχαν σαν πακέτο, έτσι ώστε η ψήφος τους να βαραίνει περισσότερο από των άλλων, αφού ήταν ουσιαστικά διπλή».
■ Λαβή για το απροκάλυπτα επιθετικό σχόλιο του Κούρτοβικ ήταν το γεγονός ότι οι δύο κριτικοί, στα πρόσφατα κείμενά τους, «έφτασαν στο σημείο ν’ αντιγράφουν ακόμα και τα λάθη ο ένας του άλλου». Εν προκειμένω, αλλοίωσαν ελαφρώς το όνομα ενός χαρακτήρα από το βιβλίο του Κούρτοβικ, του Βούλγαρου ποιητή Ντίμτσο Ντεμπελιάνοφ, κάνοντάς το ο ένας «Ντεμελιάνο» και η άλλη «Ντεμπελιάνο». Λεπτομέρειες, θα πει κανείς…
■ Πώς απαντούν εκείνοι σε αυτές τις αιτιάσεις; Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη επίθεση, δεν έχουν, απ’ όσο γνωρίζουμε, απαντήσει – οι λίβελοι άλλωστε δεν γράφονται για να εγείρουν «γόνιμες συζητήσεις». Οι δύο κριτικοί, βέβαια, ουδέποτε αρνήθηκαν τη στενή φιλική τους σχέση και το γεγονός ότι συνομιλούν πυκνά συχνά – αλίμονο, κανείς δεν ζει σε γυάλα. Αλλού είναι το ζήτημα…
■ Το ζήτημα είναι αν και σε ποιο βαθμό η μεταξύ τους συνομιλία τους οδηγεί πράγματι σε συνειδητή και προαποφασισμένη συμπόρευση· αν και σε ποιο βαθμό η προσωπική φιλία και εκτίμηση εξελίχθηκε σε οργανωμένο «πόλο». Κι ας μην βιαστεί κανείς να υποτιμήσει την ισχύ μιας, υποτιθέμενης, τέτοιας «ένωσης». Ειδικά όταν πρόκειται για τους κριτικούς δύο εκ των μεγαλύτερων κυκλοφοριακά εφημερίδων, οι οποίοι μάλιστα δεν αρνούνται ρόλους και καρέκλες (χωρίς αυτό να υποδηλώνει από μόνο του κάτι το μεμπτό: Καλό είναι οι κάθε είδους επιτροπές να απαρτίζονται από ικανούς, καταρτισμένους και ηθικά ακέραιους ανθρώπους).
■ Δεν συμφωνούμε με το ύφος του σχολίου του Κούρτοβικ. Ούτε επίσης θεωρούμε επαρκή δικαιολογία την προσωπική πικρία και το αίσθημα αδικίας (που στην περίπτωσή του ισοδυναμεί με βεβαιότητα) που τον εξώθησε στο «outing» – για να δανειστούμε μια λέξη που ήταν της μόδας μερικά χρόνια πριν. Ωστόσο έχουμε την αίσθηση, ή μάλλον το φόβο, ότι αυτά που καταγγέλλει, πέρα από ενδεχόμενες υπερβολές και τους οπωσδήποτε ανοίκειους χαρακτηρισμούς, δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας του.
■ Με αυτά τα λόγια ξεκινά ο λίβελος που δημοσίευσε ο γνωστός κριτικός λογοτεχνίας –και συγγραφέας– Δημοσθένης Κούρτοβικ, στο τελευταίο του καλοκαιρινό κείμενο στα «Νέα», δύο βδομάδες πριν. Ο λίβελος στρεφόταν εναντίον δύο επίσης πολύ γνωστών κριτικών μεγάλων εφημερίδων οι οποίοι, με διαφορά ενάμιση μήνα περίπου, δημοσίευσαν αρνητικές κριτικές για το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Τι ζητούν οι βάρβαροι».
■ Ποια ήταν η βασική μομφή που απηύθυνε ο Κούρτοβικ στους δύο καταξιωμένους κριτικούς; Ότι «συναντιούνται και συσκέπτονται πριν γράψουν κριτική για ένα βιβλίο, ώστε να συμπίπτουν απολύτως τόσο στις γενικές όσο και στις επιμέρους κρίσεις τους». Με άλλα λόγια, γι’ αυτό που στον κόσμο του εμπορίου ονομάζεται «εναρμονισμένες πρακτικές».
■ Πόσο μάλλον που, σύμφωνα με τον συγγραφέα και κριτικό, η πρακτική τους δεν περιορίζεται στην εναρμόνιση των κειμένων τους, αλλά και των ψήφων τους, αφού «και στις διάφορες επιτροπές βραβεύσεων συμμετείχαν σαν πακέτο, έτσι ώστε η ψήφος τους να βαραίνει περισσότερο από των άλλων, αφού ήταν ουσιαστικά διπλή».
■ Λαβή για το απροκάλυπτα επιθετικό σχόλιο του Κούρτοβικ ήταν το γεγονός ότι οι δύο κριτικοί, στα πρόσφατα κείμενά τους, «έφτασαν στο σημείο ν’ αντιγράφουν ακόμα και τα λάθη ο ένας του άλλου». Εν προκειμένω, αλλοίωσαν ελαφρώς το όνομα ενός χαρακτήρα από το βιβλίο του Κούρτοβικ, του Βούλγαρου ποιητή Ντίμτσο Ντεμπελιάνοφ, κάνοντάς το ο ένας «Ντεμελιάνο» και η άλλη «Ντεμπελιάνο». Λεπτομέρειες, θα πει κανείς…
■ Πώς απαντούν εκείνοι σε αυτές τις αιτιάσεις; Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη επίθεση, δεν έχουν, απ’ όσο γνωρίζουμε, απαντήσει – οι λίβελοι άλλωστε δεν γράφονται για να εγείρουν «γόνιμες συζητήσεις». Οι δύο κριτικοί, βέβαια, ουδέποτε αρνήθηκαν τη στενή φιλική τους σχέση και το γεγονός ότι συνομιλούν πυκνά συχνά – αλίμονο, κανείς δεν ζει σε γυάλα. Αλλού είναι το ζήτημα…
■ Το ζήτημα είναι αν και σε ποιο βαθμό η μεταξύ τους συνομιλία τους οδηγεί πράγματι σε συνειδητή και προαποφασισμένη συμπόρευση· αν και σε ποιο βαθμό η προσωπική φιλία και εκτίμηση εξελίχθηκε σε οργανωμένο «πόλο». Κι ας μην βιαστεί κανείς να υποτιμήσει την ισχύ μιας, υποτιθέμενης, τέτοιας «ένωσης». Ειδικά όταν πρόκειται για τους κριτικούς δύο εκ των μεγαλύτερων κυκλοφοριακά εφημερίδων, οι οποίοι μάλιστα δεν αρνούνται ρόλους και καρέκλες (χωρίς αυτό να υποδηλώνει από μόνο του κάτι το μεμπτό: Καλό είναι οι κάθε είδους επιτροπές να απαρτίζονται από ικανούς, καταρτισμένους και ηθικά ακέραιους ανθρώπους).
■ Δεν συμφωνούμε με το ύφος του σχολίου του Κούρτοβικ. Ούτε επίσης θεωρούμε επαρκή δικαιολογία την προσωπική πικρία και το αίσθημα αδικίας (που στην περίπτωσή του ισοδυναμεί με βεβαιότητα) που τον εξώθησε στο «outing» – για να δανειστούμε μια λέξη που ήταν της μόδας μερικά χρόνια πριν. Ωστόσο έχουμε την αίσθηση, ή μάλλον το φόβο, ότι αυτά που καταγγέλλει, πέρα από ενδεχόμενες υπερβολές και τους οπωσδήποτε ανοίκειους χαρακτηρισμούς, δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας του.