7/4/09

Κωνσταντίνος Τζούμας, "Complete unknown"

Σχεδόν χίλιες πεντακόσιες σελίδες μετρά συνολικά το αυτοβιογραφικό έργο που συνέγραψε ο Κωνσταντίνος Τζούμας και το οποίο έχει αρχίσει να κυκλοφορεί, με τη μορφή τριλογίας, από πέρυσι. Το πρώτο μέρος, που έδωσε και τον τίτλο της τριλογίας, ήταν το «Ως εκ θαύματος», κι υπήρξε ένα από τα πιο καλοπουλημένα βιβλία της προηγούμενης χρονιάς. Σε λίγες μέρες αναμένεται να κυκλοφορήσει το δεύτερο μέρος της τριλογίας, «Complete unknown», τίτλος-αναφορά στο γνωστό τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν «Like a rolling stone». Η αφήγηση διαδραματίζεται ολόκληρη στην Αμερική, περιλαμβάνοντας ολόκληρη την «αμερικανική περίοδο» του Τζούμα, που ξεκίνησε με μια περιοδεία με την γνωστή χορογράφο Ζουζού Νικολούδη. Προδημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα:

Απόσπασμα
«Το αεροδρόμιο του Καράκας φαίνεται να απέχει αρκετά από την πόλη, όχι εξαιτίας κυκλοφοριακής συμφόρησης, αλλά επειδή ο οδηγός του πούλμαν μάς πάει σιγά, μιλώντας πού και πού στο μικρόφωνο σαν ξεναγός. Σε μια στροφή του έρημου χωματόδρομου, ανάμεσα σ’ ένα εργοτάξιο με εκσκαφείς, διαπλατύνσεις και παρακάμψεις, χυμένη στην πλαγιά ενός βρόμικου ρέματος μια παραγκούπολη λικνίζεται πολύχρωμη –φτιαγμένη από κουτιά ρέγκας, καφάσια και καντρόξυλα, απλωμένες μπουγάδες, ξυπόλυτα μικρά που πλατσουρίζουν σε λασπόνερα, δάσος από κεραίες τηλεοράσεων πάνω σε τσίγκινες στέγες–, περικυκλωμένη από μια αλάνα τίγκα σε αμερικάνικα αμάξια του πενήντα.
«Έχουν ιστορία αυτοί εδώ», γελάει ο οδηγός παίρνοντας το μικρόφωνο, σε κατανοητά λάτιν εγγλέζικα. «...Τώρα που θα μπούμε στην πόλη, θα δείτε κάτι τετραώροφες πολυκατοικίες με κόκκινα τούβλα και γκαζόν μπροστά, πολύ ωραίες, τις έφτιαξε η κυβέρνηση γι’ αυτούς της παραγκούπολης, επειδή από δω θα περάσει ο καινούργιος αυτοκινητόδρομος. Πήγανε λοιπόν κάνα δυο μήνες με τα ζώα τους, δεν τους άρεσε μέσα στην πόλη και ξαναγύρισαν πάνω στο ρέμα και τώρα έχουν σταματήσει τα έργα στο δρόμο γιατί δε φεύγουν», κλείνει γελώντας.
«Εμ, βέβαια», πετάει η Τρου, «ελευθερία και ξερό ψωμί».
«Αλλά και τηλεόραση και αμερικάνικα αμάξια», σχολιάζω.
«Αυτό πάλι τι σου λέει», κάνει γελώντας.
Κορναρίσματα και πλούσιες αλέες φαρδιών πεζοδρομίων, μπαρόκ ογκώδεις προσόψεις, υπαίθριοι μικροπωλητές και το βουνό με το τελεφερίκ πάνω απ’ την πόλη μάς μπάζουν στο Καράκας. Μπροστά μας χάνεται στον ορίζοντα η ατέλειωτη λεωφόρος Σαβάνα Γκράντε.

Το ξενοδοχείο, ευτυχώς, είναι κοντά στο δημοτικό τους θέατρο, όπου θα παίξουμε. «Ντάουν τάουν», μας τονίζει ο ρεσεψιονίστ, κι επίσης να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι στους δρόμους εκεί γύρω γίνονται συμπλοκές και πέφτουν πυροβολισμοί ανάμεσα σε αστυνομικούς και αντάρτες, ακόμη και μέρα μεσημέρι.
«Τι αντάρτες;»
«Φοιτητές... έχουν εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο, είναι κλειστό μήνες τώρα γιατί δε συμφωνούν με το σύστημα παιδείας και τέτοιες παλάβρες, κι έχουν πάρει τα βουνά... Κατεβαίνουν απροειδοποίητα και χτυπάνε όπου βρούνε... είναι επικίνδυνο, να προσέχετε...»
«Άλλο κι αυτό», ξεφυσάει ο Γιάννης.
«Εγώ είμαι με τους φοιτητές», φουντώνει ο Άγγελος, «και ο ρεσεψιονίστ είναι φασίστας... Και μου φαίνεται τζιναβωτή, θα το εξακριβώσω σύντομα».
Το αφράτο παρουσιαστικό του σκληραίνει σε ναζιστική απειλή.
«Βρε, τι λες κι εσύ», τον αποπαίρνει η Τρου, «τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπος, απ’ τον τουρισμό ζει, τι φασίστας και πράσινα άλογα».
«Ναι, μωρέ, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπος», συμφωνεί ο Τάκης, «αλλά μπορεί να είναι και φασίστας», ολοκληρώνει με την ήσυχη εγρήγορσή του.
Γελάμε και φεύγουμε, όλοι μαζί καλού κακού, για την πρόβα στο θέατρο.

Είχαμε μόλις τελειώσει την απογευματινή πρόβα και κάτι λέγαμε με τη Ζουζού πάνω στη σκηνή για τους φωτισμούς, όταν την πήρε το μάτι μου στις κουΐντες. Λατινοαμερικάνα, γυναίκα με σφιχτό καμπυλωτό στητό κορμί, που τσίτωνε το κόκκινο ζέρσεϋ φόρεμά της. Πηγαίνοντας προς τα παρασκήνια, καρφωμένος στα πρασινομελιά μάτια της που χρυσίζουν, μίλησε πρώτη σε στρωτά αμερικάνικα.
«Με λένε Γκουντέλια, είδα την πρόβα σας, μ’ άρεσε και το μοντέρνο κομμάτι του φινάλε με την ηλεκτρονική μουσική... και τα πουλιά του Χαντζιντάκις και Ορέστεια που έκανε το Αιγκίστους».
«Αίγισθος, ναι, εγώ είμαι».
Φοράω ακόμη το ημίγυμνο κουστούμι από τη Γένεση του Αδάμη και πάμε προς το καμαρίνι μου.
«Μ’ άρεσε πολύ και όλο το γκρουπ, κι εγώ χορεύτρια είμαι. Έχουμε κι εμείς ένα γκρουπ που δουλεύουμε με παραδοσιακά και μοντέρνα κομμάτια με σύγχρονη ματιά», χαμογελάει. «Ξέρεις καθόλου το Καράκας;»
«Καθόλου, πρώτη φορά έρχομαι».
«Θέλεις να σ’ το δείξω;» με κοιτάζει στα μάτια.
«Με μεγάλη μου χαρά, μισό λεπτό ν’ αλλάξω, να κάνω ένα ντους».
Μπαίνω στο καμαρίνι ενθουσιασμένος.»