4/10/08

Βίλα Κομπρέ ΙΙΙ (κάτι σαν διάλογος)

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απάντηση του Αλέξη Σταμάτη στην κριτική μας στο "Διαβάζω" (δείτε εδώ) σχετικά με τη "διακειμενικότητα" στο μυθιστόρημά του "Βίλα Κομπρέ". Ακολουθεί η δική μας ανταπάντηση και ένα μικρό σημείωμα από τον διευθυντή του περιοδικού ο οποίος απαντά στις αιτιάσεις του Α.Σ. αναφορικά με την υποτιθέμενη μη τήρηση της δεοντολογίας.


Γροθιά στο αυτονόητο

Καταστατικά θέλω να δηλώσω πως παρακάτω δεν λογοδοτώ στον συντάκτη σας (και συγγραφέα), άρθρο του οποίου με θέμα το βιβλίο μου Βίλα Κομπρέ δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο τεύχος. Το κίνητρό του μου είναι τόσο διαυγές όσο και η διακειμενικότητα στο βιβλίο μου.
Αισθάνομαι ωστόσο την ανάγκη να απευθυνθώ στους αναγνώστες του βιβλίου και του περιοδικού και στους συναδέλφους μου. Ο συντάκτης του Δ., αν και ειδοποιήθηκα για τη συγγραφή του άρθρου του έγκαιρα, μαθαίνοντας την άμεση μου αντίδραση που ήταν, ακούγοντας τις απαράδεκτες και ειρωνικές του αιτιάσεις, να αναρωτηθώ φυσικά για το κίνητρο, με εμπόδισε, για δικούς του λόγους που δεν με εκπλήσσουν καθόλου, από το να έχω την δυνατότητα να απαντήσω στο ίδιο τεύχος. Σε περίπτωση απάντησης στο παρόν, ελπίζω ο διευθυντής του περιοδικού να ακολουθήσει την ίδια απόσταση ενός τεύχους για λόγους στοιχειώδους ισονομίας και εντιμότητας.
Θα προσπαθήσω να διατηρήσω την νηφαλιότητα που απαιτεί η περίσταση για να απαντήσω με τη δέουσα σοβαρότητα στις αιτιάσεις που περιλαμβάνουν τον ισχυρισμό ότι «κλέβω τον Άμλετ και οικειοποιούμαι τον Χειμωνά».

There is no such thing as Shakespeare's Hamlet …
There are as many Hamlets as there are melancholies"
Oscar Wilde

Εδώ και 5 μήνες, έχω δηλώσει ρητά σε συνεντεύξεις, κείμενα και παρουσιάσεις μου (ακόμα και πριν βγει το βιβλίο) πως μεταξύ των άλλων πολλών θεμάτων που με απασχολούν στη Βίλα Κομπρέ (τα οποία ο συντάκτης επιδεικτικά αγνοεί) είναι η δημιουργική συνομιλία με κάποια εμβληματικά κείμενα. Ωστόσο, και τίποτα να μην είχα πει, το ζήτημα είναι ούτως ή άλλως αυτονόητο και η έγκυρη κριτική το έχει λύσει εδώ και χρόνια. Συνοψίζω λοιπόν.
To βιβλίο, όπως προδιαθέτει και ο τίτλος του, έχει διακειμενικές αναφορές. Σημαντικότερη είναι ο Άμλετ, αλλά υπάρχουν και αναφορές σε άλλα δυο σπουδαία κείμενα όπως οι «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς και η «Καρδιά του Σκότους» του Κόνραντ. Οι αναφορές είναι φυσικά εκούσιες και δηλώνονται με «κλειδιά» εγκατεσπαρμένα στην αφήγηση. Η διακειμενικότητα, ως αφηγηματικό εργαλείο, είναι ένα σύνηθες χαρακτηριστικό των βιβλίων μου.
Ονοματοποία, επεισόδια και αναφορές στα τρία αυτά κείμενα όπως: Εσθαλία - που προκύπτει από το Εστέλλα (Μεγάλες Προσδοκίες) και το Οφηλια (Άμλετ), Πιπ (το καναρίνι του ήρωα), η δολοφονία του Δημήτρη- πατέρα Άμλετ, η Άλμα- Γερτρούδη, ο Παύλος – Πολώνιος, ο Αλέξανδρος – Κλαύδιος, ο Κωστής (Άμλετ και Κουρτς αργότερα), η κατάδυση στην Αφρική (αναφορά στον Κόνραντ) προσκαλούν όχι μόνον στον ειδικό, αλλά και τον αναγνώστη να κάνει τη σύνδεση.
Επίσης, σ’ ένα βιβλίο 86.000 λέξεων, στο κομμάτι της Αφρικής θέλοντας να τονίσω την διαχρονικότητα, αλλά και να σχολιάσω την ίδια την συγγραφική κατασκευή «ενός πλάσματος που δεν υπήρξε ποτέ», του Κωστή-Ντριλ, ενός ήρωα που μετέρχεται διάφορες περσόνες, υπάρχει σ’ ένα σημείο και μια διπλή αναφορά συνολικά 41 (!) λέξεων στην «Ελίζαμπεθ Κοστέλο» του Κουτσί (ο οποίος με τη σειρά του αναφέρεται στον Τζόις και την Μόλλυ Μπλουμ ως κατασκεύασμα του Ιρλανδού), σε συνδυασμό με μια πασίγνωστη φράση του Μονταίν όπως αποδόθηκε πάλι από τον Κουτσί. Δεν νομίζω το πολύπλοκο αυτό βιβλίο να ήταν τόσο διαφορετικό εάν έλειπαν, παρόλο που πιστεύω πως η χρήση τους αποτελεί ένα ενδιαφέρον «κλείσιμο ματιού».
O Πίτερ Κάρει δήλωσε πρόσφατα ότι στο βιβλίο του «Bliss» υπάρχει μια ολόκληρη φράση από τα «Εκατό χρόνια Μοναξιάς» του Μαρκές και στο «Jack Maggs» υπάρχουν σποραδικές φράσεις του Ντίκενς. Ο Έλιοτ αρχίζει το «Hollow Men» με την δανεική φράση «Mistah Kurtz - he dead» από τον Κόνραντ, χωρίς φυσικά να την υποσημειώνει. Δυστυχώς είναι λίγο αργά για τον συντάκτη σας να τον εγκαλέσει. Mistah Elliot- he also dead. Για να μην μιλήσουμε και για τον ίδιο τον Σαίξπιρ – αν ίσχυαν όσα λέει ο συντάκτης σας, ο Πετράρχης, ο Οβίδιος κι ο Σενέκας θα τον κυνηγούσαν ακόμα.
Το βιβλίο εγκωμίασε η συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών (με πολύχρονη θητεία στο χώρο) προβάλλοντας ως κύρια αρετή του, τι άραγε; Την εύστοχη χρήση των διακειμενικών στοιχείων και την πετυχημένη αφομοίωσή τους στην αφήγηση. Αναφέρω ενδεικτικά: «Διακειμενικότητα που υπονομεύει διακριτικά τη ρεαλιστική συνθήκη, από τον Ντίκενς ως τον Προυστ, αλλά και την παράδοση του εξωτισμού…» Τιτίκα Δημητρούλια, Καθημερινή 10.8.08.
«Ένα ταξίδι στην Αφρική, στα βάθη τη ζούγκλας του Καμερούν, όπου η ρεαλιστική κατά τα αλλά μυθοπλασία μπαίνει αίφνης σε έναν οιωνοί μαγικό κόσμο θυμίζοντας έντονα την «Καρδιά του σκότους» του Τζότζεφ Κόνραντ». Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, 8.6.08.
Πέντε μήνες λοιπόν μετά την κυκλοφορία ενός βιβλίου με σαφέστατα θετική κριτική υποδοχή και με συνακόλουθη κατανόηση και εγκωμιαστική αποτίμηση των διακειμενικών συγγραφικών προθέσεων, έρχεται όψιμα ο συντάκτης σας (και συγγραφέας) παραβιάζοντας ανοιχτές θύρες να προσβάλλει το αυτονόητο και να υποστηρίξει ότι «δοκιμάζω τα όρια της διακειμενικής συνομιλίας» και -το τραγελαφικό- «οικειοποιούμαι κλασσικά έργα» (sic).
Επανέρχομαι επί του άρθρου. Οι αναφορές που χρησιμοποιώ είναι τόσο πρόδηλα διακειμενικές, σε σημείο που να ισχύει εκείνο που λέμε στην καθομιλουμένη «και για όσους δεν κατάλαβαν». Κάνω την πάμφωτη αναφορά στον Κόνραντ με την όντως «ζαλιστική» κάθοδο ως το κέντρο της ζούγκλας, ορίζω ως κεντρικό κινούν της αφήγησης μια δολοφονία που παραπέμπει ευθέως στον φόνο που εκτελεί ο Κλαύδιος, αναφέρομαι - εκουσίως φυσικά-, στο πασίγνωστο στιγμιότυπο με το φλάουτο. Τα παραπάνω αλλά και άλλα, είναι σημάδια-οδοδείκτες που «βγάζουν μάτι» και οδηγούν ακόμα και τον απλά υποψιασμένο αναγνώστη να καταλάβει το «που το πάει ο συγγραφέας» και τι θέλει ο ίδιος ο δημιουργός να φανεί. Ο συντάκτης σας βέβαια ή δεν κατάλαβε, ή έκανε πως δεν κατάλαβε.
Στις παραπάνω αναφορές, οι οποίες εντάσσονται στην «πρόδηλη διακειμενικότητα», θα μπορούσα με χαρά να προσθέσω αρκετές άλλες που ενυπάρχουν στην αφήγηση. Πρόκειται για αναφορές οι οποίες συντάσσονται με εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο τους καταρτισμένους και έγκυρους κριτικούς και φιλόλογους, δηλαδή με την «άδηλη διακειμενικότητα», την διακειμενικότητα υψηλοτέρου βαθμού, η οποία εκφράζεται μέσα από μη εμφανή διακειμενικά πλέγματα.
Το θέμα πλέον γίνεται εντελώς φαιδρό στα όσα ισχυρίζεται ο συντάκτης σας για τη φράση «Τίποτα από μένα δε φαίνεται» για την οποία έχω δηλώσει επανειλημμένα σε συνεντεύξεις μου ότι ανήκει στον Γιώργο Χειμωνά. Εκεί υποπίπτει σε μια μεγαλοπρεπέστατη γκάφα που απεκδύει το πόνημά του από κάθε σοβαρότητα, αφήνοντας να αναδυθεί και ο ουσιαστικός λόγος της συγγραφής του. Στον υπερβάλλοντα ζήλο του να περάσει από αστυνομικό σκανάρισμα και τις 86.000 λέξεις του βιβλίου, δεν διαβάζει καν το έντυπο στο οποίο εργάζεται, μια και στο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 2008 του ανά χείρας περιοδικού, το αναφέρω σαφώς σε συνέντευξη μου στην Ελένη Γκίκα στην σελίδα 43!
Η δε Λούλα Αναγνωστάκη με την οποία συζήτησα σε ανύποπτο χρόνο την συγκεκριμένη χρήση της φράσης, δε φάνηκε να συμμερίζεται την φοβική ανησυχία του περί «οικειοποίησης» της, αντίθετα μάλιστα βρήκε την χρήση της εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Υπάρχει βέβαια η εκδοχή ο εν λόγω κύριος να είναι πιο αξιόπιστος θεματοφύλακας του έργου του Γ.Χ. από την σύζυγο του.

Κάτι είναι Σάπιο στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας
Hamlet

Και επειδή ετέθη θέμα ήθους. Συγγραφικό ήθος για μένα είναι η αλήθεια του συγγραφέα, το ανοιχτό συμβόλαιο με τον αναγνώστη. Μέσα από τα 16 βιβλία που έχω δημοσιεύσει νομίζω ότι το έχω τιμήσει.
Το κριτικό ήθος όμως είναι μια πιο πολύπλοκη έννοια. Ιδιαίτερα αν ο κριτικός είναι και συγγραφέας, και έχει να εξισορροπήσει όσα αυτή του η επιλεγμένη διπλή ιδιότητα - σε συνδυασμό με τους στόχους και τις φιλοδοξίες του-, δημιουργεί. Τα γεγονότα δείχνουν πως μήνες μετά από τη θετική υποδοχή του βιβλίου, ο συντάκτης σας οδηγήθηκε στην «συναδελφική» επιλογή αντί να το κρίνει, να προβεί σε ένα (χονδροειδές) «χτύπημα εκτός παιδιάς». Όμως τελικά αντί να χτυπήσει το βιβλίο, χτύπησε το αυτονόητο. Και το αυτονόητο δεν βγαίνει ποτέ νοκ άουτ.
Στη σύγχρονη μιντιακή πραγματικότητα που απειλεί να ενσκήψει στα λογοτεχνικά μας πράγματα που όπως και η τηλεοπτική θρέφεται με επινοημένα στοχοθετημένα σκανδαλάκια που «πουλάνε», εντάσσεται και το άρθρο του συντάκτη σας. Μια εποχή όπου δυστυχώς το τελευταίο «μάντρα» στο χώρο είναι πως για να ακουστεί το όνομά σου, αντί να καθίσεις να στρωθείς στη δουλειά για να εξελιχθείς ως δημιουργός, η πιο άκοπη λύση είναι εμφανίζεσαι όσο το δυνατόν πιο ιοβόλος και να δημιουργείς τεχνητές αναταράξεις. Τι σχέση έχει αυτό με την τέχνη και την πνευματική εργασία, ένας Θεός ξέρει.
Πιθανολογώ ότι ο συντάκτης σας θα ζητήσει και επόμενο γύρο στο «ανθυποσκάνδαλο» που επινόησε. Έτσι δουλεύει η λογοτεχνική AGB (η KGB;). Κατανοώ τα βάρη, αλλά αρκετά.
The rest is silence.

Αλέξης Σταμάτης, 8.9.2008


Η δική μας ανταπάντηση...

1. «Διακειμενικότητα». Όρος που εισήγαγε πριν από μερικές δεκαετίες η Τζούλια Κρίστεβα για να περιγράψει την εγγενή ιδιότητα των λογοτεχνικών κειμένων να «αντηχούν» άλλα κείμενα, και ειδικότερα, το φαινόμενο κατά το οποίο «ένα κείμενο απορροφά ένα άλλο, μετασχηματίζοντάς το.» (Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας) Τα παραδείγματα από την παγκόσμια γραμματεία δεν έχουν τελειωμό, είθισται πάντως να αναφέρεται ως εμβληματικό παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο μετασχημάτισε ο Τζόις τον ομηρικό ήρωα στον περίφημο Οδυσσέα του. Υπογραμμίζουμε το ρήμα «μετασχηματίζω» γιατί μας οδηγεί στην καρδιά του προβλήματος.
2. «Δημιουργική συνομιλία». Πρόκειται προφανώς για φράση-κλειδί στην περί διακειμενικότητας συζήτηση, οπότε ορθώς την επικαλείται ο Α.Σ. Ωστόσο, όσο κι αν προσπαθήσαμε, δεν βρήκαμε ούτε ψήγματα «δημιουργικής συνομιλίας» στο μυθιστόρημά του, παρά μόνο σπασμωδικά και άτεχνα «δάνεια». Σε τι συνίσταται η «δημιουργική συνομιλία» όταν απλώς υιοθετείς ένα ζεύγος χαρακτήρων από άλλο βιβλίο και το αναπαράγεις σχεδόν αυτούσιο, δίχως να το εξελίσσεις ή να το «σχολιάζεις» (δια της ειρωνείας, της παρωδίας, έστω του pastiche); Σε τι συνίσταται η «δημιουργική συνομιλία» όταν υιοθετείς μέχρι κεραίας το αφηγηματικό σχήμα, τον κεντρικό χαρακτήρα, ακόμη και σκηνές από ένα άλλο μυθιστόρημα, απλώς και μόνο για να δώσεις διέξοδο στο δικό σου; Ας μας αναφέρει κάποιος ένα στοιχείο «δημιουργικής συνομιλίας» της «Βίλας» με την «Καρδιά του σκότους». Είναι παρωδία; Όχι. Είναι μεταφορά του αφηγηματικού σχήματος σε διαφορετικό περιβάλλον (π.χ. μεγαλούπολη), απ’ όπου ενδεχομένως θα προέκυπταν ενδιαφέρουσες αναγωγές; Ούτε. Πυκνή ζούγκλα στη μία περίπτωση, πυκνή ζούγκλα και στην άλλη. Μήπως, τέλος, προσδίδει στο χαρακτήρα του Κουρτς ορισμένα καινούργια χαρακτηριστικά, τον εξελίσσει, τον προικίζει με άλλη πνοή, φτιάχνει έστω έναν αντι-Κουρτς; Τίποτε. Τα αυτά ισχύουν, για να μην γινόμαστε κουραστικοί, και για τον Άμλετ, την Ελίζαμπεθ Κοστέλλο ή... τον Προυστ, με τον οποίο επίσης διαβάσαμε κάπου ότι συνδιαλέγεται «δημιουργικά» (αν υπάρχει θεός!) Σκηνές, λόγια, μεταφέρονται σχεδόν αυτούσια από το πολύπαθο βασίλειο της Δανιμαρκίας, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει γιατί, με ποια λογική, και κυρίως σε τι οι «μεταφορές» αυτές συνιστούν «δημιουργική συνομιλία». Εκτός αν ο Α.Σ. ήθελε απλώς να δει πώς ηχούν τα λόγια του δανού πρίγκιπα (και της αυστραλής συγγραφέως, βεβαίως) στο στόμα του ήρωά του (Κωστής-Ντριλ), ο οποίος, χαμένος από χρόνια στη ζούγκλα, αληθινό «θηρίο» πια, είναι βουτηγμένος μέχρι τα μπούνια στη... διακειμενικότητα.
3. «Υπάρχει σ’ ένα σημείο και μια διπλή αναφορά συνολικά 41 (!) λέξεων στην "Ελίζαμπεθ Κοστέλο" του Κουτσί». Το θέμα δεν είναι βέβαια ποσοτικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν η συζήτηση επικεντρωνόταν στην ποσότητα (με όλα όσα είπαμε, και άλλα που δεν είπαμε) ο Α.Σ. θα έβγαινε αλώβητος. Ωστόσο, κι εμείς πιστεύουμε ότι η ουσία –φιλοσοφικά, θεωρητικά, κριτικά– ΔΕΝ αφορά την ποσότητα. Υπάρχουν βιβλία στα οποία ακόμη και το 80% του κειμένου δεν ανήκει στον συγγραφέα, ωστόσο ο συγγραφέας πιστώνεται, και δικαίως, 100% το τελικό αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί πρόκειται για έργα που εξαρχής «συστήνονται» ως τέτοια, θέτουν επί τάπητος τους όρους παραγωγής τους, χωρίς να χρειάζεται κανείς να καταφύγει στις συνεντεύξεις ή στο blog του συγγραφέα για να πληροφορηθεί τις προθέσεις του (οι οποίες, άλλωστε, μέχρι ενός σημείο μας αφορούν). Στην περίπτωση του Α.Σ., αντιθέτως, παρότι η συντριπτική πλειοψηφία των λέξεων είναι πράγματι «δικές του», το αποτέλεσμα θυμίζει συρραφή ετερόκλητων υλικών, χωρίς σύστημα ή βαθύτερη συγγραφική στόχευση (όποιος μπορέσει να τεκμηριώσει με λογικά επιχειρήματα την υφολογική ή άλλη συνάφεια των Αντονιόνι [Μπλόου απ], Προυστ [Αναζητώντας...], Ντίκενς [Μεγάλες Προσδοκίες], Κόνραντ + Κόπολα [Καρδιά του σκότους], Σαίξπηρ + Χειμωνάς [Άμλετ], Τζ. Μ. Κουτσί [Ελίζαμπεθ Κοστέλο] –και ένας θεός ξέρει τι άλλο– θα έχει τον αμέριστο θαυμασμό μας).
4. «Ο συντάκτης [...] υποπίπτει σε μια μεγαλοπρεπέστατη γκάφα». Ποια είναι αυτή; Δεν διαβάσαμε, λέει, τη συνέντευξή του στο «Διαβάζω», όπου δήλωνε ότι η φράση «τίποτε από εμένα δεν φαίνεται» είναι του Γ. Χειμωνά. Καταρχάς, η μόνιμη επωδός του περί συνεντεύξεων, δηλώσεων, παρουσιάσεων, καταντάει κουραστική. Κατά τα λοιπά, η εν λόγω φράση υπάρχει στο μότο του βιβλίου του, όπου δηλώνεται και ο μεταφραστής, γιατί θα έπρεπε να ανατρέξουμε στη συνέντευξή του;
5. «Υπάρχει βέβαια η εκδοχή ο εν λόγω κύριος να είναι πιο αξιόπιστος θεματοφύλακας του έργου του Γιώργου Χειμωνά από τη σύζυγο του». Η «χρησιμοποίηση» του ονόματος (και κατ’ επέκταση της φήμης, της συγγραφικής αξίας, του ήθους) της Λούλας Αναγνωστάκη σε αυτή τη συζήτηση (πώς άραγε δεν επιστράτευσε και τον Θανάση;) είναι εντελώς άκομψη, και φανερώνει το γενικότερο πρόβλημα «ορίων» του Α.Σ. Του υπενθυμίζουμε πάντως ότι η κουβέντα δεν έχει να κάνει με κληρονομικά δικαιώματα...
6. «Το κίνητρό του μού είναι τόσο διαυγές όσο και η διακειμενικότητα στο βιβλίο μου.» Εμείς, από την άλλη, έχουμε την αίσθηση ότι για τα κίνητρα καταλαβαίνει ακόμη λιγότερα απ’ όσα για τη διακειμενικότητα. Για εκείνον, άλλωστε, το να διεκδικείς κριτικό λόγο –καταβάλλοντας κάποιο τίμημα, ειδικά αν είσαι και συγγραφέας– εξαντλείται στο να αλληλολιβανίζεσαι με ομότεχνούς σου, μέσα από στήλες εφημερίδων ή ιστολόγια, τιμώντας τη γνωστή ρήση «λέγε με Γκαίτε να σε λέω Σίλερ». Όσο κι εμείς υπακούαμε, κατά πώς πίστευε ο Α.Σ., σε αυτή τη λογική «υψηλού συγγραφικού ήθους», ήμασταν αξιόλογοι, και η άποψή μας τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, εξού και μας προσκαλούσε να την εκφράσουμε. Αίφνης, υπάρχει... ασυμβίβαστο. Ο νοών νοείτο.
7. «Πέντε μήνες λοιπόν μετά την κυκλοφορία ενός βιβλίου με σαφέστατα θετική κριτική υποδοχή [...] έρχεται όψιμα ο συντάκτης σας (και συγγραφέας) [...] να προσβάλλει το αυτονόητο [...]» Σωστά. Να μας πει ο Α.Σ. μετά από πόσο ακριβώς καιρό επιθυμεί να δημοσιεύουμε κριτικά κείμενα που αφορούν τα βιβλία του και υπό ποιους όρους. Μήπως, πριν κυκλοφορήσουν; Τέλος, ας μας επιτρέψει, με όλο το σεβασμό που κι εμείς τρέφουμε για τους κριτικούς που σχολίασαν το βιβλίο του (άλλοι θετικά, άλλοι όχι και τόσο), να εκφέρουμε κι εμείς τη γνώμη μας. Η διαφορετική άποψη, ακόμη κι αν συγκρούεται με την επικρατούσα, δεν είναι υποδεέστερης αξίας, ούτε υποκρύπτει αναγκαστικά συνωμοσίες και ποταπά προσωπικά κίνητρα.


Και η απάντηση της διεύθυνσης του περιοδικού:

"To "Δ" όπως και όλα τα περιοδικά δημοσιεύει κριτικές βιβλίων χωρίς να προειδοποιεί τους συγγραφείς των βιβλίων αυτών. Κατ΄εξαίρεση, ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης ειδοποιήθηκε για την κριτική που είχε γράψει ο Κώστας Κατσουλάρης για το βιβλίο του "Βίλα Κομπρέ" και, με παρέμβαση της διεύθυνσης του περιοδικού, του ζητήθηκε αν θα ήθελε να απαντήσει στο ίδιο τεύχος στην κριτική. Η κίνηση αυτή έγινε από μέρους μας γιατί θεωρήσαμε ότι υπάρχει θέμα συζήτησης περί της χρήσης ξένων κειμένων (διακειμενικότητα).
Ο Αλεξης Σταμάτης δεν θεώρησε ότι υπάρχει πεδίο συζήτησης, επιμένοντας ότι η αρνητική κριτική για το βιβλίο του οφείλεται σε εξωλογοτεχνικούς παράγοντες. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε πεδίο διαλόγου.
Το θέμα που ανακινήθηκε απο το "Δ" απασχόλησε άρθρα δύο μεγάλων σε κυκλοφορία εφημερίδων (ΤΑ ΝΕΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ) και απέδειξε ότι κάθε άλλο παρά "σκανδαλογογία" ήταν από μέρους μας, όπως μας κατηγόρησε ο Αλέξης Σταμάτης σε μια από τις απαντήσεις του.
"Δ"