21/10/08

Βασίλης Π. Καραγιάννης, "Το χρώμα της νοσταλγίας"

ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ, ο 55χρονος σήμερα συγγραφέας έχει μακρά θητεία στο χώρο της γραφής και της ανάγνωσης, αφού μεταξύ άλλων εκδίδει εδώ και πάνω από είκοσι τέσσερα χρόνια την πνευματική επιθεώρηση Παρέμβαση. Η λογοτεχνική του πορεία περιλαμβάνει κυρίως μικρά αφηγήματα, προλογίσματα και χρονογραφήματα, αλλά κι ένα «κάτι σαν μυθιστόρημα», τιμώντας έτσι τη φράση-δήλωση που συναντάμε στο παρόν βιβλίο του «Δεν μας χρειάζονται εμάς οι πρωτεύουσες. Γενικώς οι δευτερεύουσες σε εισαγάγουν στην ουσία» – αν εννοήσουμε ως «πρωτεύουσα» της σημερινής λογοτεχνίας το δημοφιλέστερο μυθιστόρημα.
ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ, με κοινή θεματική βάση τις ποικίλες διακυμάνσεις της ζωής στην επαρχία, από τον μακεδονικό βορρά μέχρι και τα ορεινά της Πελοποννήσου, κι έντονο το άρωμα μιας νοσταλγίας που υπονομεύεται από την ίδια τη γλώσσα και το υποδόριο χιούμορ του συγγραφέα. Από την πρώτη κιόλας ιστορία δίνεται το στίγμα στο οποίο σκοπεύει να κινηθεί ο Βασίλης Καραγιάννης, όταν η σκηνή μιας ληστείας που «στράβωσε» δίνεται με σκωπτικό και επιτηδευμένα κοφτό τρόπο, αφήνοντας να φανεί μια ειρωνική απόσταση ανάμεσα στον αφηγητή και αφηγούμενα, απόσταση που χαρακτηρίζει τα περισσότερα από τα αφηγήματα και αποτελεί καίριο συστατικό του ύφους του Καραγιάννη.
ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ, από αυτή την άποψη, είναι το δεύτερο διήγημα, στο οποίο η παρουσία του κεντρικού ήρωα συνοδεύεται από έναν παράξενο άνεμο («Άνεμος… δηλαδή κατά πως λεν’ έγινε αέρας») που αναστατώνει τη ζωή στην επαρχιακή πόλη, ώσπου ο ήρωας αντιλαμβάνεται ότι ο αιτία του παράξενου φαινομένου είναι ο ίδιος – για την ακρίβεια, κάτι μέσα του. Το φλερτ με το παράδοξο γίνεται υπόγεια και χωνεμένα, αναδίνοντας ενδιαφέρουσες ποιητικές συνδηλώσεις.
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, ακόμη κι όταν κρύβεται επιμελώς κάτω από την έντονη σκωπτικότητα, είναι φανερή σε διηγήματα όπως «Η χλαίνη», στην οποία καταγράφονται μνήμες από τα πέτρινα χρόνια, στην μεταμφυλιακή ελληνική επαρχία, καθώς μια χλαίνη ζεσταίνει μεταξύ άλλων την πλάτη εξαθλιωμένου αριστερού, μάλλον πρώην αντάρτη, αποκαλύπτοντας περισσότερα απ’ όσα καλύπτει. Στην «Ποιμενική Συμφωνία», με ήρωα έναν βοσκό, τον «λογιότερο των ποιμένων», ο Καραγιάννης συνθέτει το λυρικό πορτρέτο μιας παράξενης και γοητευτικής ύπαρξης που ζει με ανιμιστικό σχεδόν τρόπο τη σχέση του με τη φύση και τα ζώα. Σε άλλο τόνο το στοχαστικό «Πάντα με μελαγχολούσαν τα γλέντια», κι έπειτα επιστροφή στη σατυρική διάθεση με το «Βασιλικός εν τάφω, και μαϊντανός στην τάφρο».
ΓΡΑΦΗ ΠΟΥ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ καθώς περιγράφει, γλώσσα που κρατάει ηχοχρώματα και τύπους μιας παλιότερης εποχής, χωρίς να είναι παλιομοδίτικη ή επιτηδευμένη, σε διαρκή πλην διακριτική συνομιλία με τους μεγάλους διηγηματογράφους μας.

(δημοσιεύτηκε στο "Διαβάζω" Οκτωβρίου στη στήλη "Κόντρα διάβασμα")