Ποτέ δεν θα ’λεγα ένα ψέμα που θα το αμφισβητούσε ο καθένας, ούτε μιαν αλήθεια που θα την πίστευαν όλοι. (Μαρκ Τουέιν)
Ο Θελόνιους «Μονκ» Έλισον είναι συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Καίτοι πάππου προς πάππου αφροαμερικανός, στα περίπλοκα και δυσνόητα μυθιστορήματά του προτιμά να καταφεύγει σε διασκευές αρχαιοελληνικών τραγωδιών. Όμως τα περισσότερα, αν και του χάρισαν κάποια φήμη στον αμφιλεγόμενο χώρο της λογοτεχνικής πρωτοπορίας, υπήρξαν παταγώδεις εμπορικές αποτυχίες. Κι ενώ ο Μονκ έχει βάλει στο κέντρο του συγγραφικού του οράματος το πλήρες «σβήσιμο» της αφροαμερικανικής περιχαρακωμένης ταυτότητας, το τελευταίο του μυθιστόρημα απορρίπτεται από τους εκδότες με την αιτιολογία ότι «δεν γράφει καθόλου σαν μαύρος». Το αρχικό αίσθημα αδικίας δεν αργεί να μετατραπεί σε θυμό όταν βλέπει την ιλιγγιώδη επιτυχία του πρώτου μυθιστορήματος μιας μαύρης συγγραφέως, τυπικό δείγμα «πολιτικά ορθής» γραφής, που περιγράφει –τι άλλο;– τη μιζέρια της καθημερινότητας στο γκέτο, κι ας μην έχει ζήσει εκεί παρά μόνο λίγες μέρες.
Μόνος κι απελπισμένος, ο Μονκ βρίσκει διέξοδο στη χειμαρρώδη γραφή μιας παρωδίας αυτού του μπεστ-σέλερ, με ήρωα έναν βίαιο, άξεστο και βρόμικο «αράπη» του γκέτο. Αν και δεν το παίρνει στα σοβαρά, το βιβλίο αυτό θα κάνει κυριολεκτικά πάταγο και θα τον διχάσει ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα προσωπεία: του διανοούμενου πανεπιστημιακού από τη μία, που ακόμη και το όνομά του αποτελεί συνένωση τους ονόματος δύο σημαντικών έγχρωμων καλλιτεχνών, του πρωτοπόρου τζαζίστα Θελόνιους Μονκ και του συγγραφέα Ράλφ Έλισον, και του Σταγκ Αρ Λι από την άλλη, οργισμένου παιδιού του γκέτο, που εισπράττει παθητικά επιταγές με ιλιγγιώδη ποσά. Κι όλα αυτά ενώ η αδελφή του Λίσα, γιατρός σε γυναικολογική κλινική, δολοφονείται από κάποιον φανατικό πολέμιο των αμβλώσεων και η μητέρα του αργοσβήνει σε μια απρόσωπη κλινική, γλιστρώντας όλο και βαθύτερα στο σκοτάδι του Αλτσχάιμερ.
Εντούτοις, μια σειρά από περιστατικά έρχονται να οξύνουν ακόμη περισσότερο το διχασμό: μέσα από κάποια γράμματα που η μητέρα του τον προτρέπει να διαβάσει, ο Μονκ μαθαίνει ότι ο πατέρας του είχε στην πραγματικότητα μια κρυφή ερωτική ζωή, κι εκείνος μια ακόμη αδερφή. Την ίδια περίπου περίοδο, ο μεγάλος του αδερφός αποφασίζει να «αναλάβει» για τα καλά την γκέι ταυτότητά του κι έρχεται σε ολοκληρωτική ρήξη με τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Κι ενώ η εμφάνιση της συμπαθητικής Μέριλυν φαίνεται να προσθέτει μια αναπάντεχα γλυκιά νότα στη ζωή του, μια παρεξήγηση με αφορμή την αφροαμερικανή συγγραφέα που τόσο απεχθάνεται ο Μονκ θα οδηγήσει σε μια ακόμη ρήξη. Ωστόσο, το τελικό χτύπημα θα έρθει μέσα από το ίδιο το λογοτεχνικό σινάφι: ο Μονκ χρίζεται μέλος της πενταμελούς επιτροπής που επιλέγει το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας, οπότε βρίσκεται στην παράδοξη θέση να πασχίζει να αποτρέψει τη βράβευση του βιβλίου που έχει συγγράψει ο ίδιος, ή για την ακρίβεια το alter ego του. Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται επιτηδευμένα πρόωρα, κλείνοντας το μάτι στον υποψιασμένο αναγνώστη κι αφήνοντας τον ήρωα εκτεθειμένο στη αδηφαγία της τηλεοπτικής κάμερας.
Παρά τη διάχυτη «μαύρη» διάθεση του συγγραφέα-ήρωα, το Σβήσιμο είναι στην πραγματικότητα βιβλίο ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό, ακόμη και αστείο. Κι αν η πρωτοτυπία του έγκειται στο ότι περιέχει εγκιβωτισμένο ολόκληρο ένα δεύτερο «βιβλίο», ο αφηγηματικός του πλούτος κάθε άλλο παρά εξαντλείται σ’ αυτήν. Το αντίθετο: ο Έβερετ, πανεπιστημιακός όπως κι ο ήρωάς του, μοιάζει να έχει χωνέψει όλα σχεδόν τα εργαλεία του μοντερνισμού (αφήγηση μέσα στην αφήγηση, άμεσες και έμμεσες λογοτεχνικές αναφορές, δυναμική χρήση του χώρου της σελίδας, αποδόμηση των χαρακτήρων και του αφηγηματικού ιστού, κατάτμηση της ροής της δράσης, λογοπαίγνια, κα), δίχως ωστόσο να χάνει ούτε στιγμή από τα μάτια του το θέμα του, τη ραχοκοκκαλιά της βασικής του ιστορίας, το συγκινησιακό κέντρο του βιβλίου του.
Το άχθος της αφροαμερικανικής ταυτότητας, μα και της κάθε ταυτότητας εν γένει, η απελευθερωτική μέθεξη της αποτίναξής της μέσω της γραφής και της τέχνης και ο επακόλουθος κίνδυνος «διάλυσης» της προσωπικότητας, η βιομηχανία παραγωγής κοινών τόπων και στερεοτύπων μέσα από την τηλεόραση και τα μπεστ-σέλερ, όλα αυτά και πολλά άλλα ενσωματώνονται στη διάφανη αφηγηματική ροή του Έβερετ. Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο-υπόδειγμα σύγχρονης γραφής, που εκπλήσσει με τη θεματική και μορφολογική τολμηρότητά του, δίνοντας ένα μέτρο για το πώς μπορεί να μοιάζει σήμερα ένα μοντέρνο μυθιστόρημα που δεν γυρίζει την πλάτη του στον αναγνώστη.
Ο Θελόνιους «Μονκ» Έλισον είναι συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Καίτοι πάππου προς πάππου αφροαμερικανός, στα περίπλοκα και δυσνόητα μυθιστορήματά του προτιμά να καταφεύγει σε διασκευές αρχαιοελληνικών τραγωδιών. Όμως τα περισσότερα, αν και του χάρισαν κάποια φήμη στον αμφιλεγόμενο χώρο της λογοτεχνικής πρωτοπορίας, υπήρξαν παταγώδεις εμπορικές αποτυχίες. Κι ενώ ο Μονκ έχει βάλει στο κέντρο του συγγραφικού του οράματος το πλήρες «σβήσιμο» της αφροαμερικανικής περιχαρακωμένης ταυτότητας, το τελευταίο του μυθιστόρημα απορρίπτεται από τους εκδότες με την αιτιολογία ότι «δεν γράφει καθόλου σαν μαύρος». Το αρχικό αίσθημα αδικίας δεν αργεί να μετατραπεί σε θυμό όταν βλέπει την ιλιγγιώδη επιτυχία του πρώτου μυθιστορήματος μιας μαύρης συγγραφέως, τυπικό δείγμα «πολιτικά ορθής» γραφής, που περιγράφει –τι άλλο;– τη μιζέρια της καθημερινότητας στο γκέτο, κι ας μην έχει ζήσει εκεί παρά μόνο λίγες μέρες.
Μόνος κι απελπισμένος, ο Μονκ βρίσκει διέξοδο στη χειμαρρώδη γραφή μιας παρωδίας αυτού του μπεστ-σέλερ, με ήρωα έναν βίαιο, άξεστο και βρόμικο «αράπη» του γκέτο. Αν και δεν το παίρνει στα σοβαρά, το βιβλίο αυτό θα κάνει κυριολεκτικά πάταγο και θα τον διχάσει ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα προσωπεία: του διανοούμενου πανεπιστημιακού από τη μία, που ακόμη και το όνομά του αποτελεί συνένωση τους ονόματος δύο σημαντικών έγχρωμων καλλιτεχνών, του πρωτοπόρου τζαζίστα Θελόνιους Μονκ και του συγγραφέα Ράλφ Έλισον, και του Σταγκ Αρ Λι από την άλλη, οργισμένου παιδιού του γκέτο, που εισπράττει παθητικά επιταγές με ιλιγγιώδη ποσά. Κι όλα αυτά ενώ η αδελφή του Λίσα, γιατρός σε γυναικολογική κλινική, δολοφονείται από κάποιον φανατικό πολέμιο των αμβλώσεων και η μητέρα του αργοσβήνει σε μια απρόσωπη κλινική, γλιστρώντας όλο και βαθύτερα στο σκοτάδι του Αλτσχάιμερ.
Εντούτοις, μια σειρά από περιστατικά έρχονται να οξύνουν ακόμη περισσότερο το διχασμό: μέσα από κάποια γράμματα που η μητέρα του τον προτρέπει να διαβάσει, ο Μονκ μαθαίνει ότι ο πατέρας του είχε στην πραγματικότητα μια κρυφή ερωτική ζωή, κι εκείνος μια ακόμη αδερφή. Την ίδια περίπου περίοδο, ο μεγάλος του αδερφός αποφασίζει να «αναλάβει» για τα καλά την γκέι ταυτότητά του κι έρχεται σε ολοκληρωτική ρήξη με τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Κι ενώ η εμφάνιση της συμπαθητικής Μέριλυν φαίνεται να προσθέτει μια αναπάντεχα γλυκιά νότα στη ζωή του, μια παρεξήγηση με αφορμή την αφροαμερικανή συγγραφέα που τόσο απεχθάνεται ο Μονκ θα οδηγήσει σε μια ακόμη ρήξη. Ωστόσο, το τελικό χτύπημα θα έρθει μέσα από το ίδιο το λογοτεχνικό σινάφι: ο Μονκ χρίζεται μέλος της πενταμελούς επιτροπής που επιλέγει το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας, οπότε βρίσκεται στην παράδοξη θέση να πασχίζει να αποτρέψει τη βράβευση του βιβλίου που έχει συγγράψει ο ίδιος, ή για την ακρίβεια το alter ego του. Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται επιτηδευμένα πρόωρα, κλείνοντας το μάτι στον υποψιασμένο αναγνώστη κι αφήνοντας τον ήρωα εκτεθειμένο στη αδηφαγία της τηλεοπτικής κάμερας.
Παρά τη διάχυτη «μαύρη» διάθεση του συγγραφέα-ήρωα, το Σβήσιμο είναι στην πραγματικότητα βιβλίο ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό, ακόμη και αστείο. Κι αν η πρωτοτυπία του έγκειται στο ότι περιέχει εγκιβωτισμένο ολόκληρο ένα δεύτερο «βιβλίο», ο αφηγηματικός του πλούτος κάθε άλλο παρά εξαντλείται σ’ αυτήν. Το αντίθετο: ο Έβερετ, πανεπιστημιακός όπως κι ο ήρωάς του, μοιάζει να έχει χωνέψει όλα σχεδόν τα εργαλεία του μοντερνισμού (αφήγηση μέσα στην αφήγηση, άμεσες και έμμεσες λογοτεχνικές αναφορές, δυναμική χρήση του χώρου της σελίδας, αποδόμηση των χαρακτήρων και του αφηγηματικού ιστού, κατάτμηση της ροής της δράσης, λογοπαίγνια, κα), δίχως ωστόσο να χάνει ούτε στιγμή από τα μάτια του το θέμα του, τη ραχοκοκκαλιά της βασικής του ιστορίας, το συγκινησιακό κέντρο του βιβλίου του.
Το άχθος της αφροαμερικανικής ταυτότητας, μα και της κάθε ταυτότητας εν γένει, η απελευθερωτική μέθεξη της αποτίναξής της μέσω της γραφής και της τέχνης και ο επακόλουθος κίνδυνος «διάλυσης» της προσωπικότητας, η βιομηχανία παραγωγής κοινών τόπων και στερεοτύπων μέσα από την τηλεόραση και τα μπεστ-σέλερ, όλα αυτά και πολλά άλλα ενσωματώνονται στη διάφανη αφηγηματική ροή του Έβερετ. Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο-υπόδειγμα σύγχρονης γραφής, που εκπλήσσει με τη θεματική και μορφολογική τολμηρότητά του, δίνοντας ένα μέτρο για το πώς μπορεί να μοιάζει σήμερα ένα μοντέρνο μυθιστόρημα που δεν γυρίζει την πλάτη του στον αναγνώστη.