Τον όρο Beat Generation εισήγαγε ο Τζακ Κέρουακ κάποια στιγμή το 1948, τέσσερα χρόνια πριν τη συγγραφή του «Στο δρόμο», του εμβληματικότερου έργου της μπιτ γενιάς, θέλοντας να περιγράψει το στιλ ζωής που ακολουθούσαν εκείνη την εποχή αυτός και οι φίλοι του. Ως γενικότερη έκφραση τη χρησιμοποίησε ο μυθιστοριογράφος Τζον Κλέλον Χολμς, ο οποίος εξέδωσε και μυθιστόρημα με θέμα του τη γενιά, το «Go» (1952), ενώ την ίδια χρονιά δημοσίευσε ένα μανιφέστο της στο περιοδικό New York Times Magazine με τον εύγλωττο τίτλο This is the beat generation.
Διαβάζοντας σήμερα αυτό το κείμενο, με τις αναφορές στην περίφημη Lost Generation του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, το έντονα κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο, το ελευθεριακό περιεχόμενο και το διακηρυκτικό πνεύμα, αναγνωρίζει κανείς πολλά στοιχεία που χαρακτήρισαν στη συνέχεια τους Μπίτνικ. Άλλωστε, ο όρος beat αρχικά σήμαινε «κουρασμένος», «νικημένος», ώσπου τον εμπλούτισε ο Κέρουακ είτε με θρησκευτικές συνδηλώσεις (π.χ. beatific) είτε προσδίδοντάς του μια άλλη, πιο μουσική διάσταση (on the beat). Κατά τα λοιπά, τον όρο Μπίτνικ (Beatnik) τον πρωτοεισήγαγε ο δημοσιογράφος Χερμπ Κάεν προσθέτοντας στο τέλος την κατάληξη «nik», που συνηθιζόταν στα γίντις. Σημαντικό ρόλο λέγεται ότι έπαιξε και ο τρόμος που σκορπούσε στο φαντασιακό του φοβισμένου μέσου αμερικανού ο δορυφόρος Σπούτνικ (Sputnik) που είχαν μόλις θέσει σε τροχιά οι Σοβιετικοί.
Το πρώτο έργο της γενιάς που έκανε αίσθηση στο ευρύτερο κοινό ήταν αναμφίβολα το «Ουρλιαχτό» (Howl, 1955) του Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο οποίος, μαζί με τον Κέρουακ, θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπός της. Το Ουρλιαχτό οδήγησε τον Γκίνσμπεργκ στην πρώτη δίκη για προσβολή της δημόσιας αιδούς στην Αμερική, ενώ τέσσερα χρόνια μετά στο εδώλιο κάθισε ο Ουίλιαμ Μπάροουζ για το προκλητικό «Γυμνό γεύμα» του (Naked Lunch,1959). Το Γυμνό γεύμα ήταν το δεύτερο μυθιστόρημα που δημοσίευσε ο Μπάροουζ, μια και πέντε χρόνια νωρίτερα είχε προηγηθεί το περίφημο «Junky». Πάντως, όταν το 1957 κυκλοφόρησε το «Στο δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, η δημοσιότητα από τη δίκη του Γκίνσμπεργκ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υποδοχή του. Οι δίκες αυτές άλλαξαν δια παντός τον ορισμό της έννοιας του «άσεμνου» στην Αμερική, τόσο στα media όσο και στα έργα τέχνης: στο εξής κανένα κείμενο με λογοτεχνική αξία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί άσεμνο.
Αν και τα πρώτα σπέρματα των Μπιτ ανιχνεύονται σε διανοουμενίστικο περιβάλλον, και συγκεκριμένα στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά τους υπήρξε η γοητεία που τους ασκούσε το κοινωνικό περιθώριο. Τόσο ο Κέρουακ, όσο και οι Μπάροουζ και Γκίνσμπεργκ, συγχρωτίζονταν από νωρίς με πρεζόνια, κλεφτρόνια, ντίλερς, τρανσέξουαλ, κ.ο.κ. Από αυτή την άποψη, το σημαντικότερο γεγονός της πρώτης περιόδου ήταν το μαχαίρωμα του φίλου τους Ντέιβιντ Κάμενερ από τον, επίσης φίλο τους, Λούσιαν Καρ. Στο συγκεκριμένο περιστατικό, που επηρέασε έντονα όλη την «παρέα», ο Τζακ Κέρουακ αναφέρθηκε δύο φορές σε έργα του, τόσο στο πρώτο του μυθιστόρημα «The town and the city», καθώς και σε ένα από τα τελευταία του, στο «The vanity of Duluoz». Ακολούθησε η δολοφονία από τον Μπάροουζ της ίδιας της γυναίκας του και μητέρας του γιου του, κατά τη διάρκεια των «παιχνιδιών» τους μ’ ένα περίστροφο.
Σημαντική υπήρξε επίσης η γνωριμία τους με τον Νιλ Κάσσαντυ. Ο Κάσσαντυ, ο πιο ένθερμος ενσαρκωτής του μετέπειτα χίπικου συνθήματος live fast die young, επηρέασε με την προσωπικότητα και τη ζωή του δεκάδες λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα (πιο πρόσφατο το Heart beat, με τον Νικ Νόλτε), με γνωστότερο βέβαια το «Στο δρόμο» όπου εμφανίζεται ως Ντιν Μόριαρτι. Ο Κάσσαντυ έγραφε και ο ίδιος, αλλά η αυτοβιογραφία του «The first third» κυκλοφόρησε μετά θάνατον.
Είναι δύσκολο να περιγραφεί εξαντλητικά η πολύπλευρη επιρροή που άσκησαν οι Μπίτνικ στην αμερικανική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αλλά και γενικότερα στην ποπ κουλτούρα. Τόσο τα κινήματα του εξήντα, όσο και αργότερα οι Πανκ, υπήρξαν με κάποιο τρόπο επίγονοί τους. Το αυθόρμητο, ανοργάνωτο, ευθύ ύφος των κειμένων τους, η ποιητική αίσθηση της ζωής, η εξύμνηση των κάθε λογής ουσιών και η έλξη τους από το κοινωνικό περιθώριο ήταν σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά τους. Πάντως, αν θα έπρεπε να απομονώσουμε ένα, θα λέγαμε, χαριτολογώντας, ότι είναι το είδος της λογοτεχνίας που δεν θα μπορούσε ποτέ να διδαχτεί σε σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Κι όχι μονάχα επειδή θα σοκάρονταν οι κυρίες…
Διαβάζοντας σήμερα αυτό το κείμενο, με τις αναφορές στην περίφημη Lost Generation του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, το έντονα κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο, το ελευθεριακό περιεχόμενο και το διακηρυκτικό πνεύμα, αναγνωρίζει κανείς πολλά στοιχεία που χαρακτήρισαν στη συνέχεια τους Μπίτνικ. Άλλωστε, ο όρος beat αρχικά σήμαινε «κουρασμένος», «νικημένος», ώσπου τον εμπλούτισε ο Κέρουακ είτε με θρησκευτικές συνδηλώσεις (π.χ. beatific) είτε προσδίδοντάς του μια άλλη, πιο μουσική διάσταση (on the beat). Κατά τα λοιπά, τον όρο Μπίτνικ (Beatnik) τον πρωτοεισήγαγε ο δημοσιογράφος Χερμπ Κάεν προσθέτοντας στο τέλος την κατάληξη «nik», που συνηθιζόταν στα γίντις. Σημαντικό ρόλο λέγεται ότι έπαιξε και ο τρόμος που σκορπούσε στο φαντασιακό του φοβισμένου μέσου αμερικανού ο δορυφόρος Σπούτνικ (Sputnik) που είχαν μόλις θέσει σε τροχιά οι Σοβιετικοί.
Το πρώτο έργο της γενιάς που έκανε αίσθηση στο ευρύτερο κοινό ήταν αναμφίβολα το «Ουρλιαχτό» (Howl, 1955) του Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο οποίος, μαζί με τον Κέρουακ, θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπός της. Το Ουρλιαχτό οδήγησε τον Γκίνσμπεργκ στην πρώτη δίκη για προσβολή της δημόσιας αιδούς στην Αμερική, ενώ τέσσερα χρόνια μετά στο εδώλιο κάθισε ο Ουίλιαμ Μπάροουζ για το προκλητικό «Γυμνό γεύμα» του (Naked Lunch,1959). Το Γυμνό γεύμα ήταν το δεύτερο μυθιστόρημα που δημοσίευσε ο Μπάροουζ, μια και πέντε χρόνια νωρίτερα είχε προηγηθεί το περίφημο «Junky». Πάντως, όταν το 1957 κυκλοφόρησε το «Στο δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, η δημοσιότητα από τη δίκη του Γκίνσμπεργκ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υποδοχή του. Οι δίκες αυτές άλλαξαν δια παντός τον ορισμό της έννοιας του «άσεμνου» στην Αμερική, τόσο στα media όσο και στα έργα τέχνης: στο εξής κανένα κείμενο με λογοτεχνική αξία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί άσεμνο.
Αν και τα πρώτα σπέρματα των Μπιτ ανιχνεύονται σε διανοουμενίστικο περιβάλλον, και συγκεκριμένα στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά τους υπήρξε η γοητεία που τους ασκούσε το κοινωνικό περιθώριο. Τόσο ο Κέρουακ, όσο και οι Μπάροουζ και Γκίνσμπεργκ, συγχρωτίζονταν από νωρίς με πρεζόνια, κλεφτρόνια, ντίλερς, τρανσέξουαλ, κ.ο.κ. Από αυτή την άποψη, το σημαντικότερο γεγονός της πρώτης περιόδου ήταν το μαχαίρωμα του φίλου τους Ντέιβιντ Κάμενερ από τον, επίσης φίλο τους, Λούσιαν Καρ. Στο συγκεκριμένο περιστατικό, που επηρέασε έντονα όλη την «παρέα», ο Τζακ Κέρουακ αναφέρθηκε δύο φορές σε έργα του, τόσο στο πρώτο του μυθιστόρημα «The town and the city», καθώς και σε ένα από τα τελευταία του, στο «The vanity of Duluoz». Ακολούθησε η δολοφονία από τον Μπάροουζ της ίδιας της γυναίκας του και μητέρας του γιου του, κατά τη διάρκεια των «παιχνιδιών» τους μ’ ένα περίστροφο.
Σημαντική υπήρξε επίσης η γνωριμία τους με τον Νιλ Κάσσαντυ. Ο Κάσσαντυ, ο πιο ένθερμος ενσαρκωτής του μετέπειτα χίπικου συνθήματος live fast die young, επηρέασε με την προσωπικότητα και τη ζωή του δεκάδες λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα (πιο πρόσφατο το Heart beat, με τον Νικ Νόλτε), με γνωστότερο βέβαια το «Στο δρόμο» όπου εμφανίζεται ως Ντιν Μόριαρτι. Ο Κάσσαντυ έγραφε και ο ίδιος, αλλά η αυτοβιογραφία του «The first third» κυκλοφόρησε μετά θάνατον.
Είναι δύσκολο να περιγραφεί εξαντλητικά η πολύπλευρη επιρροή που άσκησαν οι Μπίτνικ στην αμερικανική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αλλά και γενικότερα στην ποπ κουλτούρα. Τόσο τα κινήματα του εξήντα, όσο και αργότερα οι Πανκ, υπήρξαν με κάποιο τρόπο επίγονοί τους. Το αυθόρμητο, ανοργάνωτο, ευθύ ύφος των κειμένων τους, η ποιητική αίσθηση της ζωής, η εξύμνηση των κάθε λογής ουσιών και η έλξη τους από το κοινωνικό περιθώριο ήταν σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά τους. Πάντως, αν θα έπρεπε να απομονώσουμε ένα, θα λέγαμε, χαριτολογώντας, ότι είναι το είδος της λογοτεχνίας που δεν θα μπορούσε ποτέ να διδαχτεί σε σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Κι όχι μονάχα επειδή θα σοκάρονταν οι κυρίες…