7/2/09

Σωτήρης Δημητρίου, "Σαν το λίγο το νερό"

Ο Σωτήρης Δημητρίου, έπειτα από μια ποιητική συλλογή, εμφανίστηκε πριν από 22 χρόνια ως έτοιμος διηγηματογράφος, κι έκανε μεγάλη εντύπωση με τις δύο πρώτες συλλογές του κυρίως εξαιτίας της γλώσσας του, που την χαρακτήριζε η πυκνή προφορικότητα μιας, σχεδόν, περασμένης εποχής. Ευρύτερα γνωστός έγινε το 1999 με το μυθιστόρημα «Να ακούω καλά το όνομά σου» που μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο από το Σωτήρη Γκορίτσα με τον τίτλο «Από το χιόνι». Ακολούθησαν τέσσερα ακόμη βιβλία με ήρωες Έλληνες αποσυνάγωγους ή αλλοδαπούς, οι περισσότεροι πάσχοντες από τη «νόσο» της νοσταλγίας, μια εγγενή αδυναμία προσαρμογής στο βίαιο και καταθρυμματισμένο περιβάλλον της σύγχρονης πόλης.
Στο τελευταίο του βιβλίο, «Σαν το λίγο το νερό», ο Δημητρίου σκαλίζει και πάλι τις πληγές του, την αθεράπευτη νοσταλγία του για το «χαμένο κέντρο» της παιδικής του ηλικίας – που στην περίπτωσή του είναι το χωριό Πόβλα, της Ηπείρου. Ο ήρωάς του, ο ίδιος ο συγγραφέας κατά κάποιο τρόπο, πεθαίνει, κι αφού η ψυχή του περιφέρεται για ένα διάστημα άσκοπα, επιστρέφει τελικά στον γενέθλιο τόπο, κι αφήνεται στην αγαπημένη του συνήθεια, να κάθεται και να αφουγκράζεται τις γυναίκες του χωριού να συζητάνε, να λένε ιστορίες από το παρελθόν που σημάδεψαν τη ζωή τους. Στο κεφάλαιο αυτό, με τον τίτλο «Ό,τι έβρεξε το ‘πιε η γη», ο Δημητρίου αναπλάθει, με μεγάλο κέφι και έκδηλη την αγάπη του για τη μητρική γλώσσα, τον χωριανικό τρόπο ομιλίας, αφήνοντας τις γυναίκες να περιπλανιούνται μέσω της γλωσσικής ευφορίας τους στο χώρο και το χρόνο, με εμμονές που αντλούν από τα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου.
Στο κεφάλαιο που ακολουθεί, υπό τον τίτλο «Η παρρησία της συμπόνιας», ο συγγραφέας, ως χαμένη ψυχή, αλλά και ως πρόσωπο, μας δίνει μια εξαιρετικά διεισδυτική και ολοκληρωμένη ανάλυση της ζωής στο χωριό, με γλαφυρότητα, βάθος και συγκινησιακή δύναμη. Με λόγο που ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στη δοκιμιακή και τη βιωματική γλώσσα, αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στην πληρότητα της ζωής στον μικρόκοσμο της κοινότητας σε σχέση με τον κατακερματισμό και τη συναισθηματική απονέκρωση των ανθρώπων των αστικών κέντρων – με έντονο είναι η αλήθεια το στοιχείο της εξιδανίκευσης, από τη μία, και της κάπως μονόπαντης καταδίκης της ζωής στην πόλη, από την άλλη.
Το πρόβλημα άλλωστε με τη νοσταλγία, όσο ταλέντο κι ευαισθησία κι αν ανακινεί, είναι ότι έχει μια πλευρά αδιέξοδη. Όσο καλά κατανοεί ο Δημητρίου τη ζωή στο χωριό, στην κοινότητα, τόσο δυσκολεύεται να δει στην αστική ζωή κάτι πέρα από την απώλεια ενός χαμένου παραδείσου. Από την άλλη, δεν είμαι βέβαιος ότι χάνει μεγάλα κομμάτια της αστικής πολυπλοκότητας. Οι σκέψεις του, ακόμη κι αν τους στερήσει κανείς την αξίωση της οικουμενικότητας, διαθέτουν κρυστάλλινη διαύγεια και στέρεη πατημασιά, και διατηρούν το βάρος τους ακόμη κι έξω από το ιδεολογικό-βιωματικό πλαίσιο που τις γέννησε. Αναμφίβολα, ένας συγγραφέας που δεν σου επιτρέπει να τον αγνοήσεις.

Απόσπασμα
«Είδα το χωριό μου και τα συκαρμαθιασμένα γειτονικά χωριά, πριν ακόμη περιχαρακωθούν στο κράτος, και θαύμασα το σφριγηλό πολιτισμό τους. Τα πιο πολλά πράγματα –με δυσκολία, βέβαια– τα έφτιαχναν μόνοι τους. Αλλά αυτή η δυσκολία τούς έμαθε να ξεχωρίζουν το σημαντικό και το απαραίτητο και ενστάλαζε στα αντικείμενα αφοσιωμένον χρόνο. Στα οικιακά σκεύη αλλά και στις λαμπρές φορεσιές τους ήταν έκδηλη η καλαισθησία, που δεν γινόταν ποτέ φανταχτερή και ξεχωριστή γιατί την ισορροπούσε η παράλληλη χρηστικότης.» (σ. 93)