2/2/09

Περί «σιωπής των διανοουμένων»

Ο Δεκέμβρης που μας πέρασε, έτσι όπως σημαδεύτηκε από τα «βίαια γεγονότα» ή την «εξέγερση των νέων» –η γλώσσα, βέβαια, δεν είναι ουδέτερη–, υπήρξε μεταξύ άλλων μια σκληρή δοκιμασία για την κριτική ετοιμότητα της ελληνικής διανόησης να κατανοήσει, να ερμηνεύσει, να αναλύσει την κοινωνική πραγματικότητα, να οδηγήσει τη συζήτηση –ως είθισται να λέμε– παρακάτω. Σηκώνει βέβαια πολλή συζήτηση για το ποιοι και υπό ποιες προϋποθέσεις αναλαμβάνουν σε τέτοιες συνθήκες το βάρος της εκπροσώπησης των πνευματικών ανθρώπων – όρος με τον οποίο συχνά αναφέρονται μη «πνευματικοί άνθρωποι» σε κάποια φανταστική κάστα «σοφών» που θα επέβαλλε με το κύρος και την πειθώ της τη δική τους από τα πριν συγκροτημένη άποψη.
Ωστόσο, αν κάτι διακρίνει τον ειλικρινή διανοούμενο από εκείνους που απλώς αναπαράγουν στερεότυπα –αντιεξουσιαστικά, αριστερά, φιλελεύθερα ή δεξιά– είναι ακριβώς η ικανότητά του να δει, ακόμη και μέσα στη φλεγόμενη συγκυρία, πάνω και πέρα από τις έτοιμες εικόνες, τις προκάτ ευαισθησίες, τον ξύλινο λόγο της «συντήρησης» ή της «ανατροπής». Να νοηματοδοτήσει την, ούτως ή άλλως χαώδη, πραγματικότητα με έναν λόγο πυκνό, συγκροτημένο, χρήσιμο. Διότι, σε αντίθεση με τη λογοτεχνία, η κριτική σκέψη οφείλει να σέβεται τον Λόγο, δηλαδή τη λογική συνάρθρωση των επιχειρημάτων, με διαύγεια θέσεων, καθαρότητα προθέσεων, κριτικό έλεγχο. Σε στιγμές κοινωνικής και πολιτικής αναστάτωσης, εύκολα ψαρεύει κανείς στα θολά νερά του ομογενοποιημένου θυμικού, μιας συγκίνησης που επιζητά καθολική γενίκευση, παλλαϊκό χαρακτήρα. Σε τέτοιες δοκιμασίες, κοινωνίες ανώριμες όπως η ελληνική, διακατέχονται από μια σχεδόν μαζοχιστική διάθεση αυτοακύρωσης, στο πλαίσιο ενός τελετουργικού αυτοτιμωρίας με έντονα ναρκισσιστικά στοιχεία: Την ίδια στιγμή που αισθανόμαστε ο απόπατος του κόσμου (και τούτο ανάγεται σε νομιμοποιητική βάση ακραίων βιαιοτήτων), την ίδια ακριβώς στιγμή φαντασιώνουμε να δίνουμε –για μια ακόμη φορά– τα φώτα στον υπόλοιπο κόσμο. Εδώ, η ακροδεξιά μεγαλομανία, που κατασκευάζει έναν ελληνικό πολιτισμό σε ρόλο φωτοδότη της πρωτόγονης Δύσης («όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες…») συναντά τις αριστερίστικες εμμονές μιας μερίδας πενηντάρηδων που έχουν μεγαλώσει με τα φαντάσματα του Μάη και του Πολυτεχνείου. Σε αυτό το πλαίσιο, η ενηλικίωση –αναγνώριση του λειψού της επιθυμίας, εξασθένιση των φαντασιώσεων παντοδυναμίας, ανάληψη ευθύνης απέναντι στους νεότερους–, θεωρείται κάποιου είδους ασθένεια την οποία δύνασαι να αποφύγεις απλώς αρνούμενος την πραγματικότητα, κι εν προκειμένω την ιδιότητά της να μεταβάλλεται – και μαζί της ιδέες, κοσμοείδωλα, νοοτροπίες και αντιλήψεις.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το όχι και τόσο αισιόδοξο πλαίσιο, παρατηρήθηκε ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο φαινόμενο: Οι διανοούμενοι –συγγραφείς ή δημοσιογράφοι που καταφέρνουν να αρθρώσουν λόγο, πανεπιστημιακοί που παράγουν πρωτότυπη σκέψη, λιγοστοί καλλιτέχνες– έδωσαν ένα ηχηρό παρών. Με την πλούσια αρθρογραφία τους στον Τύπο ή σε περιοδικά, παρήγαν ένα σημαντικό σώμα κειμένων που λειτούργησε ως ανάχωμα στην αφασία και στα παντός είδους στερεότυπα. Τις τρεις τελευταίες εβδομάδες του Δεκέμβρη, και λιγότερο την πρώτη του Γενάρη, δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα τόσο μεγάλος όγκος υπεύθυνου κριτικού λόγου, είδαν το φως της δημοσιότητας τόσα πολλά συγκροτημένα και ουσιαστικά ευαίσθητα κείμενα, όσο ποτέ τα τελευταία χρόνια. Το βάρος αυτής της προσπάθειας το σήκωσαν, είτε αρέσει αυτό είτε όχι, οι εφημερίδες, με ναυαρχίδες της Κυριακάτικες. Υπήρξαν Κυριακές που χρειαζόσουν ώρες πολλές για να διαβάσεις και να ξαναδιαβάσεις τα δεκάδες κείμενα ή σχόλια που φώτιζαν διαφορετικές όψεις της πραγματικότητας, τιμώντας πραγματικά το ρόλο του Τύπου σε κρίσιμες ή και οριακές καταστάσεις. Σίγουρα, ο καθένας, αναλόγως τις ευαισθησίες και την πολιτική του τοποθέτηση, έκανε και κάνει τις επιλογές του. Η άποψή μου πάντως είναι ότι όλες οι εφημερίδες –πλην ορισμένων από τις οποίες ούτως ή άλλως κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν περιμένει τίποτε–, κράτησαν ψηλά τον πήχυ της ενημέρωσης, προσφέροντας στους αναγνώστες σφαιρική παρουσίαση των γεγονότων και εργαλεία κριτικής σκέψης και ανάλυσης.
Μολαταύτα, οι φωνές που εγκαλούσαν τους πνευματικούς ανθρώπους, τους διανοούμενους, να «πάρουν θέση», να «ξυπνήσουν από το λήθαργό» τους, να βγουν από τα «χρυσά κλουβιά τους», να «αναλάβουν τις ευθύνες» τους, δεν κόπασαν. Κάποιοι, πληρώνοντας το τίμημα της άρνησης ενηλικίωσης και ανάληψης ρόλου, δεν ικανοποιούνται ποτέ και με τίποτε. Φαίνεται πως μόνο αν γίνουν όλα στάχτη και μπούρμπερη, κατ’ εικόνα του ανερμάτιστου ψυχισμού τους, μόνο τότε αποκτούν σημασία.


Η παραπάνω παθογένεια εκφράζεται με ιδιαίτερα μεγάλη ένταση κάθε φορά που η συζήτηση μεταφέρεται, συχνά με όρους συγκεχυμένους και φρασεολογία που μυρίζει ναφθαλίνη, στο ζήτημα της νομιμοποίησης της βίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, προτροπές μετριοπάθειας και κατευνασμού των πνευμάτων –μπορεί να υπάρξει αλλιώς παραγωγικός διάλογος, αν βέβαια αυτό είναι που επιθυμούμε;–, όπως για παράδειγμα η απερίφραστη καταδίκη συλλήβδην των πράξεων βίας και αντεκδίκησης, ξεσηκώνουν οργισμένες αντιδράσεις κι εκλαμβάνονται ως ύποπτες προσπάθειες συμψηφισμού. Η υστερία που διοχετεύεται σε αυτές τις αντιδράσεις είναι τόση και τέτοιας τοξικότητας, ώστε συνήθως είναι αδύνατον να συγκροτηθεί ένα συνεκτικό κι έλλογο πλαίσιο διαλόγου. Ανακατεύονται, φύρδην μύγδην, ετερογενείς συνθήκες και καταστάσεις, ανασύρονται παραδείγματα από το ηρωικό παρελθόν της Επταετίας –που επανέρχεται διαρκώς, σαν το φάντασμα του πατέρα στον Άμλετ, ζητώντας εκδίκηση, μόνο που στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει φόνος ούτε και πτώμα, μονάχα μανία καταδίωξης– ή από τα πάθη του παλαιστινιακού λαού. Επινοούνται παντοδύναμοι πατέρες-αφέντες που ασκούν ανείπωτη βία –συμβολική και υλική– στα ανυπεράσπιστα παιδιά τους. Η βία σχετικοποιείται, η τρομοκρατία επίσης, ενώ οποιαδήποτε παρότρυνση για συμμόρφωση σε γενικούς κανόνες συνύπαρξης εισπράττεται ως ταπεινωτική επιβολή (δεν λείπουν οι σεξουαλικής φύσεως συνδηλώσεις…), στο όνομα της οποίας ο καθένας διεκδικεί ηθικό δικαίωμα βίαιης ανταπάντησης: Το σύνθημα που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την παρανόηση είναι το γνωστό «βία στη βία της εξουσίας» που κοσμεί σχολεία και πανεπιστήμια, ως οιονεί μεταφυσική αλήθεια.
Μια ακόμη σκέψη, που βασίζεται κυρίως στο βίωμα και την παρατήρηση: Οι πιο λαύροι θιασώτες της άποψης «να ακούσουμε τα παιδιά», «τα παιδιά έχουν δίκιο ό,τι κι αν κάνουν», «εικόνα μας είναι τα παιδιά, εμείς φταίμε» είναι κάτι πενηντάρηδες συν πλην, αιώνιοι έφηβοι που για διάφορους λόγους δεν τόλμησαν ή δεν θέλησαν να κάνουν παιδιά. Δικαίωμά τους. Δίπλα τους, επίσης οργισμένοι και βαθιά ενοχικοί, κάποιοι που, συχνά σε νεαρή ηλικία, συχνότερα χωρίς να το πολυθέλουν, βρέθηκαν στο άχαρο κοστούμι του «μπαμπά» ή στο φουστάνι της «μαμάς», δίχως ποτέ να ξεπεράσουν την αμηχανία που τους γεννούσε ο ρόλος – τόσο συμβατικό και άχαρο τον ήθελε η ηρωική μυθολογία που τους εξέθρεψε. Οι περισσότεροι υπήρξαν ανεπαρκείς, αόρατοι, άφαντοι όταν τα παιδιά τούς χρειάστηκαν. Δεν τους στάθηκαν πραγματικά, δεν τους μίλησαν, δεν τους έδωσαν άξονες ζωής, ηθικό κέντρο στην ύπαρξή τους. Απάτησαν, απατήθηκαν, εξαπάτησαν, εξαπατήθηκαν, και πραγματικά έφτασαν στο σημείο –κι αυτό έχει πράγματι μια δόση τραγικότητας– να μην έχουν να πουν ΤΙΠΟΤΕ ΘΕΤΙΚΟ στα παιδιά τους. Στο κενό που αυτοί δημιούργησαν, ή που δεν κάλυψαν όσο θα έπρεπε, έπεσαν εκείνα –παιδιά της εποχής τους, ταυτόχρονα–, με μοναδική κληρονομιά, ασυνείδητο πρόταγμα, να ζήσουν κι αυτά μια μέρα το δικό τους «Πολυτεχνείο», το δικό τους «Μάη», τη δική τους «Αντίσταση» (θυμηθείτε το πανό στην Ακρόπολη). Απέναντι σε τι, σε ποιον, με ποιο σκοπό, ουδέποτε τους εξηγήθηκε επαρκώς. Λες και κάθε θετική διέξοδος θα σήμαινε αυτόχρημα άρνηση των ιδανικών τους, ταύτιση με τους «βολεμένους», προδοσία του «επαναστατικού κανόνα».
Τελειώνοντας, μερικά (όχι και τόσο) αυτονόητα: Η βία, στη χώρα μας, δεν είναι η εξαίρεση. Είναι ενδημικό φαινόμενο, ο θλιβερός κανόνας της δύσκολης συμβίωσής μας. Χουλιγκανισμός, τρομοκρατία, αστυνομική βία, εργοδοτική αυθαιρεσία, συνδικαλιστικός τσαμπουκάς, οικογενειακή βία, φονική επιθετικότητα στους δρόμους, κ.ά. Σ’ αυτή τη βαθιά διχασμένη και οργισμένη κοινωνία, όλοι επιτίθενται εναντίον όλων καθημερινά. Αν προσθέσει κανείς στο εκρηκτικό κοκτέιλ και το ενάμιση εκατομμύριο μετανάστες, με τα δικά τους δίκια και τις ιδιαίτερες πολιτισμικές αναφορές τους, καθώς και την επερχόμενη οικονομική κρίση, που μοιραία θα πλήξει πρώτα τους αδύναμους, το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι μερικά ακόμη… κοκτέιλ μολότοφ. Κάτω από αυτό το πρίσμα, και όχι από εξαρτημένα συντηρητικά ανακλαστικά, το να καταδικάζει κανείς τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», ίσως είναι μια ουσιαστικά προοδευτική στάση, κόντρα στη διχαστική και αντικοινωνική κουλτούρα βίας και παραβατικότητας που μας έχει επιβληθεί ως μοίρα σε αυτή τη χώρα. Ειδάλλως, θα είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε ξανά και ξανά, σαν τους τιμωρημένους κάποιας καφκικής αποικίας, το ίδιο πληκτικό έργο – όπως μας υπενθύμισαν με την επανεμφάνισή τους οι αφασικοί Ρομπέν-κουμπουροφόροι.

(Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύεται στο "Διαβάζω" Φεβρουαρίου)