27/2/09

Vikas Swarup, "Slumdog millionaire"

Ήρωας του βιβλίου είναι ο Τζαμάλ, ένας έφηβος που μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές της Βομβάης και ο οποίος συμμετέχει στο γνωστό τηλεπαιχνίδι «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;». Έχει απαντήσει σωστά όλες τις ερωτήσεις και έχει φτάσει στην τελευταία που θα του χαρίσει 20 εκατομμύρια ρουπίες όμως ξαφνικά συλλαμβάνεται με την υποψία της απάτης: Πώς μπορεί ένα αμόρφωτο φτωχόπαιδο να γνωρίζει τόσα; Αποφασισμένος να αποδείξει την αθωότητά του διηγείται στον ανακριτή τη ζωή του· κάθε κεφάλαιο της ιστορίας του αποτελεί το κλειδί για την απάντηση κάθε μίας από τις ερωτήσεις του παιχνιδιού. Προδημοσιεύουμε σήμερα ένα κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Βίκας Σουάρουπ που θα κυκλοφορήσει στη χώρα μας την επόμενη εβδομάδα.

«Η Γκουντίγια γυρίζει σπίτι, αλλά δεν καταφέρνω να τη δω επειδή ο Σανταράμ δεν αφήνει κανένα αγόρι να πατήσει στο σπίτι του. Η κυρία Σανταράμ μου λέει ότι ο άνδρας της έχει καταλάβει τι έκανε και ότι τώρα θα αλλάξει, αν και βαθιά μέσα στη καρδιά της ξέρει ότι ο Σανταράμ είναι χαμένη υπόθεση. Αλλά ακόμη και η ίδια δεν έχει ιδέα πόσο χαμηλά μπορεί να κατρακυλήσει ο άνδρας της.
Ούτε μια βδομάδα μετά την επιστροφή της Γκουντίγια από το νοσοκομείο, της κάνει κάτι ξανά. Προσπαθεί να την αγγίξει. Όχι σαν πατέρας. Στην αρχή, δεν καταλαβαίνω. Τον ακούω να λέει ότι η Γκουντίγια είναι το φεγγάρι του και έπειτα ακούω την κυρία Σανταράμ να κλαίει και την Γκουντίγια να ουρλιάζει, «Μπαμπά μην με αγγίζεις! Μπαμπά, σε παρακαλώ μη με αγγίζεις!»
Όταν ακούω το πένθιμο κλάμα της Γκουντίγια νιώθω κάτι να σπάζει μέσα στο μυαλό μου. Θέλω να ορμήσω στο δωμάτιο του Σανταράμ και να τον σκοτώσω με τα γυμνά μου χέρια. Όμως προτού προλάβω να μαζέψω το κουράγιο μου, ακούω το δυνατό ροχαλητό του Σανταράμ. Έχει πέσει σε λήθαργο. Η Γκουντίγια εξακολουθεί να κλαίει. Δεν χρειάζομαι ποτήρι για να την ακούσω.
Το κλάμα της έχει επάνω μου μία παράξενη επίδραση. Δεν ξέρω πώς θα έπρεπε να αντιδράσει ένας αδελφός νιώθοντας τη θλίψη της, επειδή δεν έχω εμπειρία από τον ρόλο του αδελφού. Όμως ξέρω ότι με κάποιο τρόπο πρέπει να την παρηγορήσω. Δυστυχώς, δεν είναι εύκολο να παρηγορήσεις κάποιον όταν υπάρχει ένας τοίχος ανάμεσά σας, όσο λεπτός κι αν είναι. Τότε προσέχω ότι ακριβώς στη βάση του τοίχου, εκεί όπου υπάρχει η τρύπα για τις σωληνώσεις, υπάρχει ένα μικρό κυκλικό άνοιγμα, αρκετά μεγάλο για να χώσω μέσα το χέρι μου. Πηδάω από το κρεβάτι και αφού ξαπλώνω φαρδύς πλατύς στο δάπεδο, σπρώχνω το χέρι μου μέσα από το άνοιγμα. «Αδελφούλα, μην κλαις. Έλα, πιάσε το χέρι μου», της λέω με δάκρυα. Και πράγματι, κάποιος μου αρπάζει το χέρι. Αισθάνομαι δάχτυλα να χαϊδεύουν το μπράτσο μου, τον αγκώνα μου, τον καρπό μου, σαν άγγιγμα τυφλού που χαϊδεύει το πρόσωπο κάποιου. Έπειτα νιώθω δάχτυλα να μπλέκονται με τα δικά μου και νιώθω μια μαγική μεταβίβαση δύναμης, ενέργειας, αγάπης, πείτε το όπως θέλετε· το θέμα είναι ότι εκείνη τη στιγμή γίνομαι ένα με την Γκουντίγια και νιώθω τον πόνο της λες και είναι δικός μου.
Εν τω μεταξύ, ο Σαλίμ εξακολουθεί να κάθεται στο κρεβάτι, παρακολουθώντας έκπληκτος τη σκηνή. «Είσαι τρελός, ρε Μοχάμαντ; Συνειδητοποιείς τι κάνεις;» με νουθετεί. «Αυτή η τρύπα μέσα από την οποία έχεις σπρώξει το χέρι σου είναι η ίδια τρύπα απ’ όπου μπαίνουν στο δωμάτιό μας αρουραίοι και κατσαρίδες».
Όμως αδιαφορώ για τον Σαλίμ και για οτιδήποτε άλλο. Δεν ξέρω πόση ώρα κρατάω το χέρι της Γκουντίγια, αλλά όταν ξυπνάω το επόμενο πρωί βρίσκομαι ξαπλωμένος κατάχαμα με το χέρι μου ακόμα περασμένο μέσα από την τρύπα και μια οικογένεια κατσαρίδες να κοιμάται γαλήνια μέσα στην τσέπη του πουκαμίσου μου.
Την άλλη νύχτα, ο Σανταράμ γυρίζει πάλι σπίτι λιώμα στο μεθύσι και προσπαθεί να βιάσει την Γκουντίγια. «Είσαι πιο όμορφη από όλα τα αστέρια και τους πλανήτες. Είσαι το φεγγάρι μου. Είσαι η Γκουντίγια μου, η κούκλα μου. Χθες με απέφυγες, αλλά σήμερα δεν θα σε αφήσω να μου ξεφύγεις», λέει.
«Σταμάτα να φέρεσαι έτσι!» φωνάζει η κυρία Σανταράμ, αλλά ο άνδρας της δεν δίνει σημασία.
«Μην ανησυχείς, Γκουντίγια, δεν υπάρχει τίποτε στραβό με την αγάπη μου προς εσένα. Ακόμη και ο Σαχτζαχάν, ο μεγάλος αυτοκράτορας, ερωτεύτηκε την ίδια του την κόρη, την Τζαχάν Αρά. Και ποιος μπορείς να αρνηθεί σε έναν άνδρα να μαζέψει φρούτα από ένα δέντρο που φύτεψε ο ίδιος;»
«Είσαι ένας δαίμονας», ουρλιάζει η κυρία Σανταράμ, και ο Σανταράμ τη χτυπάει. Ακούω ένα μπουκάλι που σπάζει.
«Όχι!» ακούω να φωνάζει η Γκουντίγια.
Νιώθω λες και κάποιος μου τρυπάει τον εγκέφαλο με έναν πυρσό οξυασετυλίνης και μου γεμίζει την καρδιά με λιωμένο μέταλλο. Δεν το αντέχω άλλο. Τρέχω στο δωμάτιο του κυρίου Ραμακρίσνα και του λέω ότι ο Σανταράμ κάνει κάτι τρομερό στη γυναίκα του και τη κόρη του. Όμως ο Ραμακρίσνα αντιδρά λες και του λέω για τον καιρό.
«Άκου», μου λέει. «Ό,τι συμβαίνει πίσω από τους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού είναι ιδιωτική υπόθεση της οικογένειας και δεν μπορούμε να επέμβουμε. Είσαι ένα νεαρό ορφανό παιδί. Δεν ξέρεις τι παει να πει ζωή. Όμως εγώ ξέρω για τις καθημερινές κακοποιήσεις, τους βιασμούς και τις αιμομιξίες που συμβαίνουν στα τσόουλ όλης της Βομβάης. Όμως κανείς δεν κάνει κάτι γι’ αυτό. Εμείς οι Ινδοί έχουμε το θείο χάρισμα να βλέπουμε τον πόνο και την αθλιότητα γύρω μας, και παρ’ όλα αυτά να παραμένουμε ανεπηρέαστοι. Έτσι, σαν γνήσιο παιδί της Βομβάης, κλείσε τα μάτια σου, κλείσε τα’ αυτιά σου, κλείσε το στόμα σου και θα είσαι ευτυχισμένος σαν και μένα. Τώρα πήγαινε, γιατί είναι η ώρα που θέλω να κοιμηθώ».