4/3/09

Ευγενία Φακίνου, "Για να δει τη θάλασσα"

ΕΡΓΟ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ και καταστάλαξης είναι το τελευταίο βιβλίο της Φακίνου. Η σχεδόν ολοκληρωτική αμνησία μιας γυναίκας, σε συνέχεια δύσκολης εγχείρησης στο κεφάλι, δίνει την αφορμή για το ξεδίπλωμα μιας ιστορίας γύρω από τη ρευστότητα της ανθρώπινης ταυτότητας, τις παγίδες της μνήμης, τον κόσμο των καθημερινών υλικών που μας δένει βαθύτερα με τον κόσμο των αισθήσεων.
ΤΟ ΣΤΟΡΙ είναι απλό: Η γυναίκα, έπειτα από μια συγκινησιακή φόρτιση μέσα σε ένα μαγαζί μπαχαρικών στην Ευριπίδου, βρίσκεται να χτυπάει την πόρτα ενός μικρού μαγειρείου στον Κολωνό, δίπλα από το σταθμό των τρένων. Όλως τυχαίως, στο μικρό μαγειρείο αναζητούν καινούργια μαγείρισσα, οπότε μπαίνει χαλαρά, σχεδόν σαν υπνωτισμένη, στο νέο της ρόλο.
ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ βγαλμένος από ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού ξεδιπλώνεται μπροστά της, και μπροστά μας: Ο Ρούλα, ο υπεύθυνος του μαγειρείου με το γυναικείο όνομα και τη θηλυκή ψυχή, ο μονίμως άφαντος Μιχαήλ, ο παράξενος ιδιοκτήτης του, οι εργάτες από την κοντινή οικοδομή, μορφές που πάνε κι έρχονται. Όλοι τους, αργά ή γρήγορα, λαχταρούν τη μαγειρική της, κι εκείνη βρίσκει ανάμεσά τους πρόσκαιρο καταφύγιο.
ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ που περνά ένα ακόμη φαγητό προστίθεται στις επιτυχίες της – ο κόσμος των υλικών της μαγειρικής είναι η μοναδική της σταθερή επαφή με το παρελθόν. Ανάμεσα σε αναπάντεχα ξυπνήματα των αισθήσεων, που οδηγούν σε μαιάνδρους της παιδικής ηλικίας, η γυναίκα βιώνει μια κατάσταση έντονης ψυχικής υπερδιέγερσης: Φαντάσματα, φαντασιώσεις, όνειρα και εφιάλτες γίνονται ένα, υφαίνοντας το υλικό που σιγά σιγά αποκαλύπτεται ως ο βαθύτερος εαυτός της· ονειροπόλος, ανοιχτός στο θαύμα.
ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΕΥΡΗΜΑ, δηλαδή η τριβή με τα υλικά της μαγειρικής να ξυπνάει μνήμες και αναμνήσεις, κι ως εκ τούτου να επαναφέρει σταδιακά μέσα στην ηρωίδα την αίσθηση ενός λίγο έως πολύ συνεκτικού εαυτού, δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο. Επίσης, ορισμένοι ήρωες, όπως κάποιοι από τους εργάτες, έχουν έντονα στερεοτυπικά στοιχεία, και τους λείπει το «πέταγμα» που χαρακτηρίζει άλλους χαρακτήρες της Φακίνου. Τέλος, καμιά σημαντική ανατροπή δεν συνταράσσει αυτόν τον κόσμο, και η γραμμική αφήγηση οδηγείται στο προδιαγεγραμμένο τέλος της χωρίς προσκόμματα ή λοξοδρομήσεις.
ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ, όλα αυτά έχουν εδώ μικρή σημασία: Το χέρι της συγγραφέως είναι σίγουρο και σταθερό, ξέρει που θέλει να οδηγήσει και να οδηγηθεί. Η όλη αφήγηση έχει κάτι το αβίαστο και το φρέσκο, βιωμένη απλότητα και προσήνεια. Το σταδιακό «ξύπνημα» της συνείδησης, η βήμα προς βήμα επιστροφή σε κάποια συναίσθηση του εαυτού –θα είναι άραγε πια η ίδια γυναίκα που ήταν πριν; ποιος ξέρει;– περνάει μέσα από μονοπάτια λοξά, από σκέψεις και αναμνήσεις ανοίκειες, που ταράσσουν τη λογική τάξη των πραγμάτων, διανοίγοντας κόσμους πολλαπλών δυνατοτήτων. Στο τέλος, στη συνάντηση με την παλιά ηρωίδα της Φακίνου, τη μικρή Αστραδενή, η μυθοπλασία εισβάλει στην πραγματικότητα ζητώντας μερίδιο. Και η συγγραφέας της το μοιράζει απλόχερα...

(δημοσιεύτηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ Μαρτίου)