29/4/09

Τάκης Θεοδωρόπουλος, "Η μελαγχολία της Δευτέρας"

Συγγραφέας, δοκιμιογράφος και αρθρογράφος, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι μια διακριτή φωνή στο θολό νεοελληνικό τοπίο, και μια από τις λιγοστές περιπτώσεις στις οποίες το λογοτεχνικό έργο, η σκέψη, η αρθογραφία και η πολεμική είναι ένα συνεκτικό σύνολο με αρχή μέση και τέλος. Το καινούργιο του βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε έχει τον τίτλο «H μελαγχολία της Δευτέρας – Από την ευφορία του 2004 στην κατάθλιψη του 2008» και συναπαρτίζεται από ήδη δημοσιευμένα κείμενά του σε εφημερίδες στην Ελλάδα («Τα Νέα»), στη Γαλλία («Liberation», «Figaro») και στη Γερμανία («Lettre International»). Πραγματεύεται, μέσα από αναλύσεις γεγονότων και καταστάσεων της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, τα πώς και τα γιατί της γενικευμένης απαισιοδοξίας και κατήφειας των τελευταίων χρόνων. Το ερώτημα που έρχεται στο νου από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια του βιβλίου καθρεφτίζεται και στον υπότιτλό του: Τι μας συνέβη κι από το αισιόδοξο «σαββατοκύριακο» του 2004, και την εικόνα μιας χώρας που επιτέλους μπορούσε να «τα καταφέρει», φτάσαμε στη σημερινή «μελαγχολία της Δευτέρας»;
«Πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία πάσχει από γενικευμένη κατάθλιψη διότι είναι μια πολύ κουρασμένη κοινωνία. Το πέρασμα από την δικτατορία στην δημοκρατία, η προσαρμογή στον ευρωπαϊκό τρόπο λειτουργίας- όπως κι αν έγινε- και η μεγάλη επιχείρηση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 απαίτησε μια τεράστια προσπάθεια η οποία μας εξάντλησε. Ίσως περιμέναμε και πολλά περισσότερα από όσα εντέλει απολαύσαμε- και δεν είναι λίγα- με αποτέλεσμα να φτάσουμε να αντιμετωπίζουμε με κυνισμό τον ίδιο μας τον εαυτό.» Κι εμείς που πιστεύαμε ότι ως νεοέλληνες μας διακρίνει μάλλον το... φιλότιμο. Όχι, λέει το Θεοδωρόπουλος: «Ο κυνισμός μας έχει περάσει και στην εκπαίδευση όπου η βασική αρχή είναι «να πάρει το παιδί ένα χαρτί και ας μην έχει μάθει τίποτε.» Πιστεύω ότι αυτό είναι ουσιαστικότερο έλλειμμα και από το έλλειμμα του δημόσιου προϋπολογισμού, το οποίο οφείλεται σε μια νοοτροπία υπαρκτού σοσιαλισμού που διακρίνει τον κρατικό μηχανισμό. Το έλλειμμα που δημιουργεί ο κυνισμός στην παιδεία, από την παιδεία μεταφέρεται στην λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και κατά συνέπεια διατρέχει όλο το σώμα της κοινωνίας. Η κατάθλιψή μας οφείλεται στην διαπίστωση ότι έχει χαθεί το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης και χωρίς κοινωνική αλληλεγγύη δεν υπάρχει ούτε κοινωνία ούτε πολιτισμός.»
«Η ομοφωνία είναι η πιο απόλυτη μορφή λογοκρισίας», γράφει κάπου. Σε κάποιο άλλο σημείο διαπιστώνει ότι η ελληνική κοινωνία μοιάζει έτοιμη να επιδοθεί σε έναν πόλεμο «όλων εναντίων όλων». Αντίφαση; «Επί μερικές δεκαετίες η πνευματική μας τάξη ομοφωνούσε κάτω από την ομπρέλα ενός «προοδευτικού λυρισμού» από τον οποίον, όποιος τολμούσε να αποστασιοποιηθεί, αντιμετωπιζόταν ως μαύρο πρόβατο. Επειδή ακριβώς αυτός ο «προοδευτικός λυρισμός» υπήρξε κενό γράμμα και πρόσχημα δεν κατάφερε να δημιουργήσει πραγματικά ερείσματα και τα κοινωνικά αντισώματα που μας είναι απαραίτητα για να αντιμετωπίσουμε τις κρίσεις. Και χωρίς πνευματικά αντισώματα κινδυνεύουμε να ζήσουμε την κατάσταση του “πόλεμος όλων εναντίον όλων”».
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος ήταν ένας εκ των τριών συγγραφέων (σ.σ. οι άλλοι δύο ήταν ο Απόστολος Δοξιάδης και ο Πέτρος Μάρκαρης) που υπέγραψαν τον Δεκέμβρη κείμενο παρέμβασης με αφορμή τη διακοπή μιας πρεμιέρας του Εθνικού Θεάτρου. Πολλοί τότε μίλησαν για μια ελίτ βολεμένων, που πασχίζει να διαφυλάξει τα προνόμιά της. «Θα το υπέγραφα και σήμερα με ακόμη μεγαλύτερη πεποίθηση ότι κάνω καλά, ιδιαίτερα μετά τις επιθέσεις που δεχτήκαμε. Καταρχάς πιστεύω ότι οφείλουμε να προστατεύσουμε την ελευθερία του καλλιτεχνικού γεγονότος. Προχθές μπήκαν αυτά τα παιδιά και διέκοψαν την πρεμιέρα του Εθνικού, αύριο όταν μπουν οι θεούσες και πουν ότι η τάδε σκηνή προσβάλει τα χρηστά ήθη τι θα πούμε; Βρήκα δε εντελώς υποκριτικές τις αντιδράσεις του κοινού που τους χειροκρότησε. Αν έκριναν ότι δεν έπρεπε να γίνει η παράσταση ας μην πήγαιναν στο θέατρο. Έπειτα τι θα πει αυτό το "σκατά στους κουλτουριάρηδες" που έγραψαν σ’ έναν καθρέφτη; Μήπως θα πει σκατά σε όσους μιλούν και δεν τους καταλαβαίνουμε;»
Τα κείμενα, οξυδερκή και κοφτερά, εκφράζουν στη μεγάλη τους πλειονότητα τη δυσαρέσκεια του να υπάρχεις και να δημιουργείς στην Ελλάδα, κάτι σαν τη «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας», του Νίκου Δήμου. Εύλογα αναρωτιέται κανείς: Μα τίποτε ωράιο δεν βρίσκει ο Θεοδωρόπουλος σε τούτη τη χώρα; «Νομίζω ότι όποιος διαβάσει αυτά τα κείμενα θα πειστεί ότι πολλά ωραία βρίσκω σ’ αυτόν τον τόπο κι αν κάτι με κάνει να γκρινιάζω είναι επειδή συγκρίνω αυτά τα ωραία με αυτά που βλέπω γύρω μου. Αν «γκρίνια» είναι να κρατάς σε εγρήγορση κάποια απόσταση από τα πράγματα η οποία πολλές φορές σε αναγκάζει να γίνεσαι είρων για να αντιμετωπίσεις την βία τους, τότε ναι, είμαι γκρινιάρης. Δυσκολεύομαι να αντιμετωπίσω με συγκατάβαση το μπάχαλο που ο «προοδευτικός λυρισμός» το αποκαλεί δημοκρατική διαμαρτυρία, όπως οι μοναχοί βάφτιζαν το κρέας ψάρι για να το τρώνε και στις νηστείες.»