15/10/08

Μάρω Δούκα, "Η αρχαία σκουριά"

Σε αντίθεση με μυθιστορήματα νεότερων συγγραφέων, που φιλοξενούν στις τελευταίες τους σελίδες αποσπάσματα κριτικών από πρόσφατα βιβλία τους, αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμο και παραγωγικό να έρχεται κανείς αντιμέτωπος με την πρόσληψη ενός παλιότερου βιβλίου την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε, μέσα από τα κριτικά κείμενα που το υποδέχτηκαν. Έτσι, διαβάζοντας στο τέλος ετούτης της επανέκδοσης τις διεισδυτικές παρατηρήσεις της Καίης Τσιτέλη, την αμηχανία του Βαγγέλη Κάσσου, τον θαυμασμό του Κώστα Σταματίου, μπορεί κανείς να αισθανθεί εναργέστερα το πέρασμα του χρόνου, αλλά και τη μικρή σημασία που έχει ο χρόνος όταν πρόκειται για σημαντικά έργα της λογοτεχνίας. Έργα που δεν καθρεφτίζουν την εποχή τους, αλλά τη δημιουργούν. Πώς να στοχαστεί κανείς σήμερα τη Μεταπολίτευση –που τόσο λόγος γίνεται για το «τέλος της»– χωρίς να αντηχεί μέσα του ο ξεγυμνωτικός μονόλογος της Μυρσίνης, όταν περιγράφει πώς την πλησίασε μια φίλη –Μάρω, τη λένε...– για να την «εντάξει» σε κάποια Οργάνωση, δίνοντάς της να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο: «Μου αρκεί το πρόσωπό μου, ήθελα να της πω, κι έτσι θα ζήσω».
Η «Αρχαία σκουριά» κυκλοφόρησε το 1979 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Δούκα, έπειτα από τρεις νουβέλες και μια συλλογή διηγημάτων. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με αφήγηση χαλαρή, ελεύθερη, που δεν ακουλουθεί γραμμική χρονολογική πορεία, μέσα από την οποία αναδίνεται σταδιακά ο περίπλοκος ψυχισμός της ηρωίδας, της Μυρσίνης, καθώς και τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της – στην οικογένειά της, στον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο, και βέβαια στις ερωτικές της σχέσεις. Η Μυρσίνη προέρχεται από αστική οικογένεια –με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα, άνθρωποι που πλούτισαν στην Κατοχή, στρατιωτικοί, αλλά και φιλελεύθεροι, μορφωμένοι, ευαίσθητοι, ερωτικά πιο απενοχοποιημένοι– και προσπαθεί να ισορροπίσει τα οικογενειακά της δεδομένα με την αναδυόμενη πολιτική της συνείδηση, που όπως συχνά συνέβαινε τότε...

(διαβάστε ολόκληρη τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ)