«ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Τέλειωσε αυτό το περίφημο γεύμα και βρίσκομαι πάλι στο γραφείο μου, μακριά από τις οικογενειακές περιπλοκές, και κυρίως μακριά απ’ αυτή την όχεντρα που έκανε πρώτα τις δολοπλοκίες της με αξεπέραστο μακιαβελλισμό και έπειτα για να με εξευμενίσει μου μαγείρεψε το κοκκινιστό αρνάκι.» Μιλάει ο Δημήτρης, η Δημητράκης, ή κατά κόσμον Μ. Καραγάτσης. Ο εσωτερικός μονόλογός του, με την αφηγηματική δεινότητα που τον χαρακτήριζε, διατρέχει όλα τα ζητήματα που απασχολούν την καθημερινότητά του, αλλά και τον ταραχώδη ψυχισμό του. Γυναικοδουλειές που του δημιουργούν περισσότερα μπερδέματα απ’ ό,τι θα επιθυμούσε, η υπηρέτριά του Λασκαρώ, στα μέτρια θέλγητρα της οποίας δυσκολεύεται να αντισταθεί, η γκρίνια της ερωμένης του «Γιώτας», η θιγμένη αποστασιοποίηση της γυναίκας του Νίκης, η εκνευριστική αθωότητα ή αφέλεια της κόρης του Μαρίνας. Ταυτόχρονα, αναστοχάζεται πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, όπως τα Δεκεμβριανά, και την μάλλον όχι και τόσο τολμηρή στάση του. Στο τέλος, βυθίζεται στα φαντάσματα των νεκρών γονιών του, και ξαναγίνεται παιδί που νοσταλγεί τη μητρική αγκαλιά.
«ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΙΑΤΑ, ανεβήκαμε με τη Λασκαρώ στο δωμάτιό της. Είναι χαμηλοτάβανο, μ’ ένα μικρό παραθυράκι που κοιτάζει στην αυλή των Βουτσινάδων. Στη γωνιά ένα ράτζο, δίπλα ένα άσπρο κομοδίνο και απέναντι το μπαούλο με τα ρούχα της.» Μιλάει η Μαρίνα, η κόρη της οικογένειας, όμως μέσα από τα λόγια της αναδεικνύεται το πορτρέτο της αγαπημένης της υπηρέτριας και νταντάς Λασκαρώς, η βασανισμένη ζωή της, ο περίπλοκος όσο και απλοϊκός ψυχισμός της. Ανδριώτισσα, βίωσε από νωρίς τα βάσανα της ταπεινής της καταγωγής, αναπτύσσοντας μια προσωπικότητα στην οποία συνυπάρχουν η αξιοπρέπεια και η απαραίτητη «προσαρμοστικότητα».
«ΔΕΝ ΞΕΥΡΩ ΑΝ ΕΚΑΜΑ ΚΑΛΑ που είπα στη Νίκη να έλθει σήμερα. Έχει κι αυτή η κακομοίρα τα δικά της βάσανα και εγώ κάθομαι και την στεναχωρώ με τα δικά μου. Στο σπίτι των τελευταίως γίνονται όλο φασαρίες. Ο Δημητράκης συνεχώς με τα νεύρα του και τις αϋπνίες του.» Μιλάει η γιαγιά Μίνα, αρχόντισσα της Άνδρου, μητέρα της Νίκης. Κεντρικό ζήτημα, τα ερωτικά ανδραγαθήματα του γαμπρού της, η σχέση του με τη «Γιώτα», ο εγωπαθής χαρακτήρας του. Στο μονόλογό της, γραμμένο σε όμορφη γλώσσα με αποχρώσεις της ντοπιολαλιάς του νησιού και μιας ιδιότυπης καθαρεύουσας, ενθέτονται πληροφορίες για την οικονομία και τα ήθη του νησιού, μέσα από την ανάπλαση πέντε γενεών της οικογένειάς της.
ΤΟ ΑΥΛΙΔΑΚΙ. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, «μια ανοιξιάτικη μέρα του 2006», οι πρωταγωνιστές των τριών μονολόγων, Καραγάτσης, Μαρίνα, Νίκη, γιαγιά Μίνα και Λασκαρώ, ο παππούς Λεωνίδας και ο θείος Αντώνης, αδελφός της Νίκης, συνευρίσκονται όλοι μαζί στη μικρή αυλή του σπιτιού της Άνδρου, σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και κατευνασμού. Κάπου στη γωνία, η Μαρίνα, έχοντας γίνει ξανά παιδί, γράφει ασταμάτητα το βιβλίο της, προκαλώντας τα πειραχτικά σχόλια των παρευρισκομένων. Ένα βιβλίο που, όπως δικαίως ήδη σημειώθηκε, εγγράφεται στα πιο καλογραμμένα, ευθύβολα και συγκινητικά ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων.
(Δημοσιεύτηκε στο "Διαβάζω" Νοεμβρίου στη στήλη "Κόντρα διάβασμα")
«ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΙΑΤΑ, ανεβήκαμε με τη Λασκαρώ στο δωμάτιό της. Είναι χαμηλοτάβανο, μ’ ένα μικρό παραθυράκι που κοιτάζει στην αυλή των Βουτσινάδων. Στη γωνιά ένα ράτζο, δίπλα ένα άσπρο κομοδίνο και απέναντι το μπαούλο με τα ρούχα της.» Μιλάει η Μαρίνα, η κόρη της οικογένειας, όμως μέσα από τα λόγια της αναδεικνύεται το πορτρέτο της αγαπημένης της υπηρέτριας και νταντάς Λασκαρώς, η βασανισμένη ζωή της, ο περίπλοκος όσο και απλοϊκός ψυχισμός της. Ανδριώτισσα, βίωσε από νωρίς τα βάσανα της ταπεινής της καταγωγής, αναπτύσσοντας μια προσωπικότητα στην οποία συνυπάρχουν η αξιοπρέπεια και η απαραίτητη «προσαρμοστικότητα».
«ΔΕΝ ΞΕΥΡΩ ΑΝ ΕΚΑΜΑ ΚΑΛΑ που είπα στη Νίκη να έλθει σήμερα. Έχει κι αυτή η κακομοίρα τα δικά της βάσανα και εγώ κάθομαι και την στεναχωρώ με τα δικά μου. Στο σπίτι των τελευταίως γίνονται όλο φασαρίες. Ο Δημητράκης συνεχώς με τα νεύρα του και τις αϋπνίες του.» Μιλάει η γιαγιά Μίνα, αρχόντισσα της Άνδρου, μητέρα της Νίκης. Κεντρικό ζήτημα, τα ερωτικά ανδραγαθήματα του γαμπρού της, η σχέση του με τη «Γιώτα», ο εγωπαθής χαρακτήρας του. Στο μονόλογό της, γραμμένο σε όμορφη γλώσσα με αποχρώσεις της ντοπιολαλιάς του νησιού και μιας ιδιότυπης καθαρεύουσας, ενθέτονται πληροφορίες για την οικονομία και τα ήθη του νησιού, μέσα από την ανάπλαση πέντε γενεών της οικογένειάς της.
ΤΟ ΑΥΛΙΔΑΚΙ. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, «μια ανοιξιάτικη μέρα του 2006», οι πρωταγωνιστές των τριών μονολόγων, Καραγάτσης, Μαρίνα, Νίκη, γιαγιά Μίνα και Λασκαρώ, ο παππούς Λεωνίδας και ο θείος Αντώνης, αδελφός της Νίκης, συνευρίσκονται όλοι μαζί στη μικρή αυλή του σπιτιού της Άνδρου, σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και κατευνασμού. Κάπου στη γωνία, η Μαρίνα, έχοντας γίνει ξανά παιδί, γράφει ασταμάτητα το βιβλίο της, προκαλώντας τα πειραχτικά σχόλια των παρευρισκομένων. Ένα βιβλίο που, όπως δικαίως ήδη σημειώθηκε, εγγράφεται στα πιο καλογραμμένα, ευθύβολα και συγκινητικά ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων.
(Δημοσιεύτηκε στο "Διαβάζω" Νοεμβρίου στη στήλη "Κόντρα διάβασμα")