Αυτό θα σκοτώσει εκείνο. Το βιβλίο θα σκοτώσει το οικοδόμημα.
Είναι δύσκολο ακόμη και σήμερα όταν στέκεται κανείς μπροστά στην επιβλητική πρόσοψη του καθεδρικού ναού της Νοτρ Νταμ, κι ενώ το βλέμμα του πλανιέται ασυναίσθητα προς τα ψηλά, να μην αισθανθεί τη φιγούρα του δύσμορφου κωδωνοκρούστη να διασχίζει σαν σκιά κάποιο από τα καμπαναριά του. Ο Κουασιμόδος, το τερατόμορφο έκθετο που έγινε ένα με την πέτρα της πιο εμβληματικής εκκλησίας της γαλλικής πρωτεύουσας, μοιάζει να έχει πια ξεφύγει από το χώρο της μυθοπλασίας και να έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο συλλογικό φαντασιακό μας. Από εκεί ψηλά, με το μοναδικό του μεγάλο μάτι, τον φανταζόμαστε να ατενίζει γύρω του το μεσαιωνικό Παρίσι του 1482. Η πόλη, η ιστορία της, η αρχιτεκτονική της, η ίδια της η ψυχή, είναι άλλωστε ο αληθινός πρωταγωνιστής του ογκώδους αυτού μυθιστορήματος που, μαζί με τους Αθλίους, αποτελεί τον κολοφώνα του μυθιστορηματικού έργου του Ουγκό.
Η Παναγία των Παρισίων (Notre Dame de Paris), κυκλοφόρησε το 1831, 31 χρόνια πριν από τους Αθλίους, κι ενώ ο συγγραφέας ήταν μόλις 29 χρόνων. Γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία, κάνοντας τρεις διαδοχικές εκδόσεις μέσα στον χρόνο, και πολλές ακόμη στα χρόνια που ακολούθησαν. Διαβάζοντας σήμερα τις σχεδόν επτακόσιες πυκνές σελίδες του, μένει κανείς ενεός μπροστά στο μέγεθος του εγχειρήματος, στην υψηλή του στόχευση, στην πίστη στη δύναμη του λόγου και της αφήγησης που μεταλαμπαδεύει. Ο τριαντάχρονος Ουγκό διαθέτει ήδη εντυπωσιακή πολιτική και κοινωνική διαύγεια, ολοκληρωμένη εποπτεία της ιστορικής συνέχειας της πόλης και της χώρας του, και είναι βαθύς γνώστης της αρχιτεκτονικής. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την εγνωσμένη αφηγηματική του δεινότητα και με μια οξύτατη ιστορική διαίσθηση, χαρίζουν στην Παναγία τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της μεταξύ Ρομαντικού μυθιστορήματος και μανιφέστου του Διαφωτισμού.
Ρομαντικό μυθιστόρημα;
Ναι, διότι το ερωτικό πάθος είναι η δύναμη που κινεί τα γρανάζια της ιστορίας του· διότι συναντά κανείς σ’ αυτή πολλά από τα κλισέ του ρομαντικού αφηγήματος· διότι διαδραματίζεται στο παρελθόν, στα χρόνια του Λουδοβίκου του ΙΑ΄, με ιππότες, δεσποσύνες και στοιχειά, και ως ένα βαθμό είναι πράγματι εμποτισμένο από νοσταλγία για τα περασμένα, για την οργανική κοινωνία του Μεσαίωνα. Χαρακτηριστική της αίσθησης αυτής είναι η περιγραφή με τις δεκάδες καμπάνες που ηχούν ταυτόχρονα πάνω από την πόλη ενώνοντας τους κατοίκους της υπό τους ήχους μιας σχεδόν θείας συναυλίας. Είναι ωστόσο, και πάνω απ’ όλα, μυθιστόρημα γέννημα θρέμμα του Διαφωτισμού: ένα κριτικό μανιφέστο κατά της θανατικής ποινής, που γελοιοποιεί το θεσμό της Βασιλείας, εκθέτει τη Δικαιοσύνη, σατιρίζει ανελέητα τις προλήψεις και το σκοταδισμό της εποχής. Και παρότι ο Ουγκό δεν έχει ακόμη αγγίξει εδώ το ρεαλισμό και την ιδεολογική καθαρότητα των Αθλίων, διακρίνεται η βαθιά του συμπόνια και ο σεβασμός του για τον απλό λαό, όπως και η περιφρόνησή του προς τους κάθε λογής υπηρέτες του καθεστώτος.
Κατά τ’ άλλα, το αφηγηματικό σχέδιο της Παναγίας μοιάζει να έχει ως πρότυπο τον ίδιο τον καθεδρικό ναό. Διαδοχικές προσθήκες, μετατοπίσεις κεφαλαίων, τεράστιος όγκος, πίστη στην πράξη της εξιστόρησης, οικοδομούν ένα μυθιστόρημα στέρεο και επιβλητικό, με τον αφηγητή να μην διστάζει να επεμβαίνει, σχολιάζοντας, προτρέποντας, υπογραμμίζοντας. Η σαγηνευτική όσο και αφελής Εσμεράλδα, ο παραμορφωμένος εξωτερικά και εσωτερικά κωδωνοκρούστης, ο ερωτοχτυπημένος και μακιαβελικός αρχιδιάκος, ο ανόητος καυχησιάρης λοχαγός, η χαροκαμένη μάνα, ο τρελούτσικος και καιροσκόπος ποιητής, ο αλλόκοτος υπόκοσμος των κατεργαρέων της Αυλής των Θαυμάτων, οι δικαστές, οι δήμιοι και οι βασανιστές, και βέβαια το τραγικό τέλος, που τόσο δυσκόλεψε την Ντίσνεϊ, συνθέτουν το ξεχωριστό και αναγνωρίσιμο σύμπαν της Παναγίας.
Οι μεταφραστές Βάνα Χατζάκη και Ανδρέας Παππάς, έχοντας και την τύχη να έχουν πίσω τους τρεις τον αριθμό και μάλλον δόκιμες στον καιρό τους μεταφράσεις, αντιμετώπισαν δίχως εκπτώσεις αυτό το συχνά δύστροπο, ή ακόμη και κρυπτικό κείμενο, δίνοντάς μας ένα κομψοτέχνημα εκφραστικής ακρίβειας και σύγχρονου γλωσσικού ύφους. Αν προσθέσουμε το κατατοπιστικό κι ενδιαφέρον επίμετρο του Αλέξη Πολίτη, το επιλεγμένο οπτικό υλικό και το φροντισμένο χρονολόγιο, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι έλληνες αναγνώστες έχουν στα χέρια τους μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση.
Είναι δύσκολο ακόμη και σήμερα όταν στέκεται κανείς μπροστά στην επιβλητική πρόσοψη του καθεδρικού ναού της Νοτρ Νταμ, κι ενώ το βλέμμα του πλανιέται ασυναίσθητα προς τα ψηλά, να μην αισθανθεί τη φιγούρα του δύσμορφου κωδωνοκρούστη να διασχίζει σαν σκιά κάποιο από τα καμπαναριά του. Ο Κουασιμόδος, το τερατόμορφο έκθετο που έγινε ένα με την πέτρα της πιο εμβληματικής εκκλησίας της γαλλικής πρωτεύουσας, μοιάζει να έχει πια ξεφύγει από το χώρο της μυθοπλασίας και να έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο συλλογικό φαντασιακό μας. Από εκεί ψηλά, με το μοναδικό του μεγάλο μάτι, τον φανταζόμαστε να ατενίζει γύρω του το μεσαιωνικό Παρίσι του 1482. Η πόλη, η ιστορία της, η αρχιτεκτονική της, η ίδια της η ψυχή, είναι άλλωστε ο αληθινός πρωταγωνιστής του ογκώδους αυτού μυθιστορήματος που, μαζί με τους Αθλίους, αποτελεί τον κολοφώνα του μυθιστορηματικού έργου του Ουγκό.
Η Παναγία των Παρισίων (Notre Dame de Paris), κυκλοφόρησε το 1831, 31 χρόνια πριν από τους Αθλίους, κι ενώ ο συγγραφέας ήταν μόλις 29 χρόνων. Γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία, κάνοντας τρεις διαδοχικές εκδόσεις μέσα στον χρόνο, και πολλές ακόμη στα χρόνια που ακολούθησαν. Διαβάζοντας σήμερα τις σχεδόν επτακόσιες πυκνές σελίδες του, μένει κανείς ενεός μπροστά στο μέγεθος του εγχειρήματος, στην υψηλή του στόχευση, στην πίστη στη δύναμη του λόγου και της αφήγησης που μεταλαμπαδεύει. Ο τριαντάχρονος Ουγκό διαθέτει ήδη εντυπωσιακή πολιτική και κοινωνική διαύγεια, ολοκληρωμένη εποπτεία της ιστορικής συνέχειας της πόλης και της χώρας του, και είναι βαθύς γνώστης της αρχιτεκτονικής. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την εγνωσμένη αφηγηματική του δεινότητα και με μια οξύτατη ιστορική διαίσθηση, χαρίζουν στην Παναγία τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της μεταξύ Ρομαντικού μυθιστορήματος και μανιφέστου του Διαφωτισμού.
Ρομαντικό μυθιστόρημα;
Ναι, διότι το ερωτικό πάθος είναι η δύναμη που κινεί τα γρανάζια της ιστορίας του· διότι συναντά κανείς σ’ αυτή πολλά από τα κλισέ του ρομαντικού αφηγήματος· διότι διαδραματίζεται στο παρελθόν, στα χρόνια του Λουδοβίκου του ΙΑ΄, με ιππότες, δεσποσύνες και στοιχειά, και ως ένα βαθμό είναι πράγματι εμποτισμένο από νοσταλγία για τα περασμένα, για την οργανική κοινωνία του Μεσαίωνα. Χαρακτηριστική της αίσθησης αυτής είναι η περιγραφή με τις δεκάδες καμπάνες που ηχούν ταυτόχρονα πάνω από την πόλη ενώνοντας τους κατοίκους της υπό τους ήχους μιας σχεδόν θείας συναυλίας. Είναι ωστόσο, και πάνω απ’ όλα, μυθιστόρημα γέννημα θρέμμα του Διαφωτισμού: ένα κριτικό μανιφέστο κατά της θανατικής ποινής, που γελοιοποιεί το θεσμό της Βασιλείας, εκθέτει τη Δικαιοσύνη, σατιρίζει ανελέητα τις προλήψεις και το σκοταδισμό της εποχής. Και παρότι ο Ουγκό δεν έχει ακόμη αγγίξει εδώ το ρεαλισμό και την ιδεολογική καθαρότητα των Αθλίων, διακρίνεται η βαθιά του συμπόνια και ο σεβασμός του για τον απλό λαό, όπως και η περιφρόνησή του προς τους κάθε λογής υπηρέτες του καθεστώτος.
Κατά τ’ άλλα, το αφηγηματικό σχέδιο της Παναγίας μοιάζει να έχει ως πρότυπο τον ίδιο τον καθεδρικό ναό. Διαδοχικές προσθήκες, μετατοπίσεις κεφαλαίων, τεράστιος όγκος, πίστη στην πράξη της εξιστόρησης, οικοδομούν ένα μυθιστόρημα στέρεο και επιβλητικό, με τον αφηγητή να μην διστάζει να επεμβαίνει, σχολιάζοντας, προτρέποντας, υπογραμμίζοντας. Η σαγηνευτική όσο και αφελής Εσμεράλδα, ο παραμορφωμένος εξωτερικά και εσωτερικά κωδωνοκρούστης, ο ερωτοχτυπημένος και μακιαβελικός αρχιδιάκος, ο ανόητος καυχησιάρης λοχαγός, η χαροκαμένη μάνα, ο τρελούτσικος και καιροσκόπος ποιητής, ο αλλόκοτος υπόκοσμος των κατεργαρέων της Αυλής των Θαυμάτων, οι δικαστές, οι δήμιοι και οι βασανιστές, και βέβαια το τραγικό τέλος, που τόσο δυσκόλεψε την Ντίσνεϊ, συνθέτουν το ξεχωριστό και αναγνωρίσιμο σύμπαν της Παναγίας.
Οι μεταφραστές Βάνα Χατζάκη και Ανδρέας Παππάς, έχοντας και την τύχη να έχουν πίσω τους τρεις τον αριθμό και μάλλον δόκιμες στον καιρό τους μεταφράσεις, αντιμετώπισαν δίχως εκπτώσεις αυτό το συχνά δύστροπο, ή ακόμη και κρυπτικό κείμενο, δίνοντάς μας ένα κομψοτέχνημα εκφραστικής ακρίβειας και σύγχρονου γλωσσικού ύφους. Αν προσθέσουμε το κατατοπιστικό κι ενδιαφέρον επίμετρο του Αλέξη Πολίτη, το επιλεγμένο οπτικό υλικό και το φροντισμένο χρονολόγιο, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι έλληνες αναγνώστες έχουν στα χέρια τους μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση.