Η κρίση της πολιτισμικής θεωρίας οφείλεται στην απώλεια του ριζοσπαστικού της χαρακτήρα, υποστηρίζει ο Βρετανός καθηγητής. Είτε πρόκειται για τον Σούπερμαν, τη Δυναστεία ή τον Προυστ, όλα κυκλοφορούν ισότιμα στο μεγάλο σουπερμάρκετ της κουλτούρας.
Ένας τρόπος να προσεγγίσει κανείς ένα βιβλίο σαν και τούτο είναι να ξεκινήσει από την αμηχανία που προκαλεί ο τίτλος του. Οι ζηλωτές της Θεωρίας, άλλωστε, όπως και οι επικριτές της, έχουν επιδείξει εξαιρετική επινοητικότητα στους τίτλους των έργων τους, συχνά μεγαλύτερη κι από τους λογοτέχνες. Η πρώτη αίσθηση είναι ότι από τον τίτλο λείπει μια λέξη, ένας επιθετικός προσδιορισμός, λες κι ο δαίμων του τυπογραφείου «χτύπησε» στο εξώφυλλο. Άραγε, για ποια «θεωρία» πρόκειται; Και γιατί αυτή η θεωρία γράφεται τόσο συχνά με κεφαλαίο («Θεωρία»), λες και διατηρεί μια ιδιαίτερη συμβολική σχέση με το... αιώνιο; Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο αμφίσημα αν κοιτάξει κανείς τον πρωτότυπο, αγγλικό τίτλο («After Theory»), ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είναι καν «πρωτότυπος» (βλ. V. Cunningham, «After Theory: Literary theory in Britain Now»).
Μια πρώτη απάντηση στα ερωτήματα αυτά προκύπτει, εμμέσως, από την ίδια την εργογραφία του Τέρι Ίγκλετον. Παρότι πολύπλευρος διανοούμενος, με ευρύτατη παιδεία και άποψη για μια σειρά ζητημάτων που άπτονται του επιστητού, το πιο διάσημο ίσως έργο του είναι εκλαϊκευτικό και εισαγωγικό: πρόκειται για την περίφημη ««Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας» (μτφρ. Δ. Μαυρωνάς, Οδυσσέας 1989). Συγκρίνοντας τον τίτλο εκείνου του βιβλίου με τούτο, που κυκλοφόρησε στη Βρετανία το 2000, διαπιστώνει κανείς ότι έχουν συντελεστεί δύο σημαντικές αλλαγές: πρώτον, από αυτό που κάποτε ονομαζόταν Λογοτεχνική Θεωρία (και που είχε, σε θεωρητικό επίπεδο, καταλάβει τη θέση της Φιλολογίας) έχει εκλείψει η συνιστώσα «λογοτεχνική», που της προσέδιδε συγκεκριμένη ταυτότητα (και που την περιόριζε). Δεύτερον, ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια ιστορική φάση «μετά» από την εξέλιξη στην οποία αναφερθήκαμε, έστω κι αν για να την περιγράψουμε έχουμε ανάγκη ακόμη από τον θεωρητικό λόγο (εξού after theory, με την έννοια του «σύμφωνα με τη θεωρία»). Κι επίσης, ότι αυτό το «μετά» δεν αφορά μονάχα τη λογοτεχνική θεωρία αλλά και το θεωρητικό μόρφωμα που τη διαδέχτηκε: την Πολιτισμική Θεωρία.
Πολιτισμική Θεωρία
Στο πρώτο μισό του βιβλίου ο Ίγκλετον αναγγέλλει τα ζητήματα που θα τον απασχολήσουν, περιγράφοντας τους όρους γέννησης της πολιτισμικής θεωρίας, αλλά και τους όρους ακμής και παρακμής της (την οποία, συνοπτικά, «χρεώνει» στην επικράτηση του μεταμοντερνισμού, τόσο ως «λόγου» όσο και ως «κατάστασης»). Η αιχμή της ανάλυσής του επικεντρώνεται στην ανάδειξη του πολιτικά και κοινωνικά ριζοσπαστικού χαρακτήρα της πολιτισμικής θεωρίας. Ο ερχομός στο προσκήνιο της σεξουαλικότητας, της έμφυλης ταυτότητας, του σώματος και της επιθυμίας, η κριτική της πατριαρχίας, της εμπορευματοποίησης, του καταναλωτισμού και της «κοινωνίας του θεάματος», υπήρξαν αναπόσπαστο τμήμα ενός πολιτικά ριζοσπαστικού ρεύματος. Ριζοσπαστισμός που εγκαταλείφθηκε τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 (τη στιγμή που στα πανεπιστήμια «κυριαρχούσαν» οι cultural studies), με αποτέλεσμα ο πολιτικά ρηξικέλευθος και κοινωνικά αιρετικός λόγος της κριτικής θεωρίας να εξελιχθεί σε μια απολιτίκ μελέτη διαφόρων πολιτισμικών φαινομένων: εφεξής, είτε πρόκειται για τον Σούπερμαν, τη Δυναστεία ή τον Προυστ, μικρή σημασία έχει· όλα κυκλοφορούν ισότιμα στο μεγάλο σουπερμάρκετ της κουλτούρας.
Λιγότερο διαυγές είναι το δεύτερο μισό του βιβλίου. Επιχειρώντας να επαναφέρει στην επικαιρότητα, με δραστικό τρόπο, έννοιες που ο μεταμοντέρνος σχετικισμός έχει θέσει προ πολλού εκτός κυκλοφορίας (αλήθεια, ηθική, αντικειμενικότητα), ώστε να μιλήσει για μεγάλα ζητήματα της εποχής μας (φονταμενταλισμός, οικολογία, φτώχεια), ο Ίγκλετον δεν αποφεύγει στιγμές στιγμές τις απλουστεύσεις. Οι ίδιες οι αρετές του ως διανοούμενου, η τόλμη με την οποία συνδέει τον θεωρητικό λόγο με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, την υλική διάσταση της ζωής, καθώς και ένα βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης, τον παρασύρουν ενίοτε σε σχηματικές διατυπώσεις. Επιπολαιότητες για τις οποίες κατηγορεί άλλους (π.χ. είναι απολαυστικός όταν κατακεραυνώνει τους αθεϊστές ότι έχουν κατασκευάσει μια θρησκεία στα μέτρα τους ώστε να την απορρίπτουν με ευκολία), εμφιλοχωρούν και στις δικές του αναλύσεις, ειδικά όταν κατεδαφίζει, σε δύο αράδες, ολόκληρα συστήματα σκέψης.
Από την άλλη, σε αυτό έγκειται και η γοητεία του: στην ικανότητά του να συμπυκνώνει και να κάνει κατανοητές, συχνά με τη χρήση ενός απλού παραδείγματος από την καθημερινή ζωή ή την ποπ κουλτούρα, στριφνές θεωρητικές έννοιες. Η μαρξιστική συνιστώσα της σκέψης του αποτελεί ένα είδος κρυφού άσσου που ανασύρει κάθε τόσο από το μανίκι του για να προωθήσει τη συζήτηση ένα βήμα πιο πέρα – κι όχι πιο πίσω, όπως οι περισσότεροι που επικαλούνται τον Μαρξ. Τέλος, είναι ένας μάστορας του λόγου, της αφήγησης, ένας λάτρης του στιλ, ο οποίος επιτυγχάνει, μέσα από τη διαπραγμάτευση «βαριών» ζητημάτων, να προκαλεί ακόμη και το χαμόγελο. Θα μπορούσε ποτέ η απανταχού βαλλόμενη Θεωρία να βρει αποτελεσματικότερο υπερασπιστή;
Απόσπασμα
«Ο δομισμός, ο μαρξισμός και τα λοιπά δεν είναι πλέον τα σέξι θέματα που ήταν κάποτε. Σέξι είναι πλέον το σεξ. Στις παρυφές της ακαδημαϊκής κοινότητας, το ενδιαφέρον για τη γαλλική φιλοσοφία έδωσε τη θέση του σε μια υστερία για το «γαλλικό φιλί». Σε κάποιους πολιτισμικούς κύκλους, η πολιτική του αυνανισμού ασκεί πολύ μεγαλύτερη γοητεία από την πολιτική της Μέσης Ανατολής. Ο σοσιαλισμός έχασε τη δουλειά του από το σαδομαζοχισμό. Μεταξύ των μελετητών της κουλτούρας, το σώμα είναι ένα πάρα πολύ μοδάτο θέμα έρευνας, αλλά συνήθως πρόκειται για το ερωτικό σώμα και όχι το αποστεωμένο από την πείνα. Μεσοαστοί φοιτητές συνωστίζονται στις βιβλιοθήκες για να δουλέψουν επιμελώς πάνω σε θέματα που προκαλούν αίσθηση, όπως ο βαμπιρισμός και το ξερίζωμα των ματιών, οι κυβερνο-οργανισμοί (cyborgs) και οι ταινίες πορνό.» (σ. 3)
(Κείμενο δημοσιευμένο στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής)
Ένας τρόπος να προσεγγίσει κανείς ένα βιβλίο σαν και τούτο είναι να ξεκινήσει από την αμηχανία που προκαλεί ο τίτλος του. Οι ζηλωτές της Θεωρίας, άλλωστε, όπως και οι επικριτές της, έχουν επιδείξει εξαιρετική επινοητικότητα στους τίτλους των έργων τους, συχνά μεγαλύτερη κι από τους λογοτέχνες. Η πρώτη αίσθηση είναι ότι από τον τίτλο λείπει μια λέξη, ένας επιθετικός προσδιορισμός, λες κι ο δαίμων του τυπογραφείου «χτύπησε» στο εξώφυλλο. Άραγε, για ποια «θεωρία» πρόκειται; Και γιατί αυτή η θεωρία γράφεται τόσο συχνά με κεφαλαίο («Θεωρία»), λες και διατηρεί μια ιδιαίτερη συμβολική σχέση με το... αιώνιο; Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο αμφίσημα αν κοιτάξει κανείς τον πρωτότυπο, αγγλικό τίτλο («After Theory»), ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είναι καν «πρωτότυπος» (βλ. V. Cunningham, «After Theory: Literary theory in Britain Now»).
Μια πρώτη απάντηση στα ερωτήματα αυτά προκύπτει, εμμέσως, από την ίδια την εργογραφία του Τέρι Ίγκλετον. Παρότι πολύπλευρος διανοούμενος, με ευρύτατη παιδεία και άποψη για μια σειρά ζητημάτων που άπτονται του επιστητού, το πιο διάσημο ίσως έργο του είναι εκλαϊκευτικό και εισαγωγικό: πρόκειται για την περίφημη ««Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας» (μτφρ. Δ. Μαυρωνάς, Οδυσσέας 1989). Συγκρίνοντας τον τίτλο εκείνου του βιβλίου με τούτο, που κυκλοφόρησε στη Βρετανία το 2000, διαπιστώνει κανείς ότι έχουν συντελεστεί δύο σημαντικές αλλαγές: πρώτον, από αυτό που κάποτε ονομαζόταν Λογοτεχνική Θεωρία (και που είχε, σε θεωρητικό επίπεδο, καταλάβει τη θέση της Φιλολογίας) έχει εκλείψει η συνιστώσα «λογοτεχνική», που της προσέδιδε συγκεκριμένη ταυτότητα (και που την περιόριζε). Δεύτερον, ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια ιστορική φάση «μετά» από την εξέλιξη στην οποία αναφερθήκαμε, έστω κι αν για να την περιγράψουμε έχουμε ανάγκη ακόμη από τον θεωρητικό λόγο (εξού after theory, με την έννοια του «σύμφωνα με τη θεωρία»). Κι επίσης, ότι αυτό το «μετά» δεν αφορά μονάχα τη λογοτεχνική θεωρία αλλά και το θεωρητικό μόρφωμα που τη διαδέχτηκε: την Πολιτισμική Θεωρία.
Πολιτισμική Θεωρία
Στο πρώτο μισό του βιβλίου ο Ίγκλετον αναγγέλλει τα ζητήματα που θα τον απασχολήσουν, περιγράφοντας τους όρους γέννησης της πολιτισμικής θεωρίας, αλλά και τους όρους ακμής και παρακμής της (την οποία, συνοπτικά, «χρεώνει» στην επικράτηση του μεταμοντερνισμού, τόσο ως «λόγου» όσο και ως «κατάστασης»). Η αιχμή της ανάλυσής του επικεντρώνεται στην ανάδειξη του πολιτικά και κοινωνικά ριζοσπαστικού χαρακτήρα της πολιτισμικής θεωρίας. Ο ερχομός στο προσκήνιο της σεξουαλικότητας, της έμφυλης ταυτότητας, του σώματος και της επιθυμίας, η κριτική της πατριαρχίας, της εμπορευματοποίησης, του καταναλωτισμού και της «κοινωνίας του θεάματος», υπήρξαν αναπόσπαστο τμήμα ενός πολιτικά ριζοσπαστικού ρεύματος. Ριζοσπαστισμός που εγκαταλείφθηκε τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 (τη στιγμή που στα πανεπιστήμια «κυριαρχούσαν» οι cultural studies), με αποτέλεσμα ο πολιτικά ρηξικέλευθος και κοινωνικά αιρετικός λόγος της κριτικής θεωρίας να εξελιχθεί σε μια απολιτίκ μελέτη διαφόρων πολιτισμικών φαινομένων: εφεξής, είτε πρόκειται για τον Σούπερμαν, τη Δυναστεία ή τον Προυστ, μικρή σημασία έχει· όλα κυκλοφορούν ισότιμα στο μεγάλο σουπερμάρκετ της κουλτούρας.
Λιγότερο διαυγές είναι το δεύτερο μισό του βιβλίου. Επιχειρώντας να επαναφέρει στην επικαιρότητα, με δραστικό τρόπο, έννοιες που ο μεταμοντέρνος σχετικισμός έχει θέσει προ πολλού εκτός κυκλοφορίας (αλήθεια, ηθική, αντικειμενικότητα), ώστε να μιλήσει για μεγάλα ζητήματα της εποχής μας (φονταμενταλισμός, οικολογία, φτώχεια), ο Ίγκλετον δεν αποφεύγει στιγμές στιγμές τις απλουστεύσεις. Οι ίδιες οι αρετές του ως διανοούμενου, η τόλμη με την οποία συνδέει τον θεωρητικό λόγο με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, την υλική διάσταση της ζωής, καθώς και ένα βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης, τον παρασύρουν ενίοτε σε σχηματικές διατυπώσεις. Επιπολαιότητες για τις οποίες κατηγορεί άλλους (π.χ. είναι απολαυστικός όταν κατακεραυνώνει τους αθεϊστές ότι έχουν κατασκευάσει μια θρησκεία στα μέτρα τους ώστε να την απορρίπτουν με ευκολία), εμφιλοχωρούν και στις δικές του αναλύσεις, ειδικά όταν κατεδαφίζει, σε δύο αράδες, ολόκληρα συστήματα σκέψης.
Από την άλλη, σε αυτό έγκειται και η γοητεία του: στην ικανότητά του να συμπυκνώνει και να κάνει κατανοητές, συχνά με τη χρήση ενός απλού παραδείγματος από την καθημερινή ζωή ή την ποπ κουλτούρα, στριφνές θεωρητικές έννοιες. Η μαρξιστική συνιστώσα της σκέψης του αποτελεί ένα είδος κρυφού άσσου που ανασύρει κάθε τόσο από το μανίκι του για να προωθήσει τη συζήτηση ένα βήμα πιο πέρα – κι όχι πιο πίσω, όπως οι περισσότεροι που επικαλούνται τον Μαρξ. Τέλος, είναι ένας μάστορας του λόγου, της αφήγησης, ένας λάτρης του στιλ, ο οποίος επιτυγχάνει, μέσα από τη διαπραγμάτευση «βαριών» ζητημάτων, να προκαλεί ακόμη και το χαμόγελο. Θα μπορούσε ποτέ η απανταχού βαλλόμενη Θεωρία να βρει αποτελεσματικότερο υπερασπιστή;
Απόσπασμα
«Ο δομισμός, ο μαρξισμός και τα λοιπά δεν είναι πλέον τα σέξι θέματα που ήταν κάποτε. Σέξι είναι πλέον το σεξ. Στις παρυφές της ακαδημαϊκής κοινότητας, το ενδιαφέρον για τη γαλλική φιλοσοφία έδωσε τη θέση του σε μια υστερία για το «γαλλικό φιλί». Σε κάποιους πολιτισμικούς κύκλους, η πολιτική του αυνανισμού ασκεί πολύ μεγαλύτερη γοητεία από την πολιτική της Μέσης Ανατολής. Ο σοσιαλισμός έχασε τη δουλειά του από το σαδομαζοχισμό. Μεταξύ των μελετητών της κουλτούρας, το σώμα είναι ένα πάρα πολύ μοδάτο θέμα έρευνας, αλλά συνήθως πρόκειται για το ερωτικό σώμα και όχι το αποστεωμένο από την πείνα. Μεσοαστοί φοιτητές συνωστίζονται στις βιβλιοθήκες για να δουλέψουν επιμελώς πάνω σε θέματα που προκαλούν αίσθηση, όπως ο βαμπιρισμός και το ξερίζωμα των ματιών, οι κυβερνο-οργανισμοί (cyborgs) και οι ταινίες πορνό.» (σ. 3)
(Κείμενο δημοσιευμένο στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής)