Εσύ ήσουν για μένα το μέτρο όλων των πραγμάτων.
Είναι πιθανότατα εντελώς τυχαίο, αλλά εκ των υστέρων φαντάζει παράξενα σημαδιακό: η τελευταία φωτογραφία που έβγαλε ποτέ ο Φραντς Κάφκα είναι αυτή με την οποία έμελλε να περάσει στην αιωνιότητα, αυτή που χρόνια μετά το θάνατό του θα του χάριζε τον τίτλο της πλέον αναγνωρίσιμης περσόνας της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Με κοστούμι και γραβάτα όπως επιβαλλόταν, τα μαύρα μαλλιά κοντά και στρωμένα προς τα πίσω, τα χαρακτηριστικά μυτερά πεταχτά αυτιά και το οστεώδες πρόσωπο, μα κυρίως εκείνο το γυάλινο βλέμμα που ενώ κοιτάζει το φακό φαντάζει στραμμένο προς κάποιον αχανή εσωτερικό χώρο –θυμίζοντας αόριστα τις ανθρώπινες σκιές των επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης–, η μορφή αυτή αποτελεί την καλύτερη απεικόνιση του μυστηρίου που συνεχίζει να συνοδεύει ώς και σήμερα τη ζωή και το έργο του τσέχου συγγραφέα. Μυστήριο που δεν εδράζεται απλώς και μόνο στο ιδιότυπο και μοναδικό έργο του, ούτε βέβαια και στην, εν πολλοίς, στερημένη ζωή του, αλλά στη σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, στον προφανή όσο και ερμητικό δεσμό τους. Έτσι εξηγείται λοιπόν και η κομβική θέση που κατέχουν στο σύνολο των γραπτών του τα ποικίλα μη αφηγηματικά κείμενά του –αλληλογραφία, επιστολές, ημερολόγια, κτλ.–, και το διαχρονικό ενδιαφέρον κοινού και κριτικής γι’ αυτά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Επιστολή προς τον πατέρα, αποτελώντας την πλέον διαυγή ακτινογραφία της προσωπικότητας του τσέχου συγγραφέα, στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να περιγράψει με απλά λόγια και παραδείγματα το βάθος και το μέγεθος αυτού του δράματος, που στην περίπτωσή του είχε όνομα και επώνυμο: Χέρμανν Κάφκα.
Η Επιστολή προς τον πατέρα γράφτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της το 1919, στο πανδοχείο Στυντλ στο Σέλεζεν, κι ο συγγραφέας άρχισε να τη δακτυλογραφεί το καλοκαίρι του 1920, όταν αποφάσισε να στείλει το πρωτότυπο χειρόγραφο κείμενο στη Μιλένα Γέσενσκα. Ήταν τότε τριάντα έξι χρόνων: είχε μόλις ναυαγήσει και η δεύτερη και τελευταία του προσπάθεια να παντρευτεί, η υγεία του ήταν ήδη κλονισμένη, το αίσθημα αποτυχίας και ψυχοσωματικής κατάπτωσης είχε πια εμποτίσει εντελώς την προσωπικότητά του. Τα τελευταία πέντε χρόνια θα είναι από τα χειρότερα της ζωής του, γεμάτα αρρώστιες, αγωνίες και εικόνες θανάτου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η επιστολή αυτή φαντάζει με ύστατη προσπάθεια τελικής συμφιλίωσης, ή και εξιλέωσης, με την τρομακτική πατρική φιγούρα. Το μέγεθος και η εμμονή αυτού του τρόμου είναι έκδηλα τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενό της, μέσα από το οποίο αναδίνονται με τρόπο εντυπωσιακά διάφανο ορισμένα από τα κυρίαρχα μοτίβα του έργου του.
Είναι προφανές ότι μικρή έως και ανύπαρκτη θα ήταν η αξία και η σημασία αυτού του κειμένου αν συντάκτης του ήταν οποιοσδήποτε άλλος πλην του Κάφκα. Τα λογικά ή λογικοφανή επιχειρήματα, ορισμένα απλοϊκά παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, συχνά θυμίζουν πρόζα δικολάβου, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο ίδιος ο συγγραφέας σ’ ένα από τα γράμματά του προς τη Μιλένα. Και πράγματι: η υποταγή στην πατρική παντοδυναμία είναι τόσο ολοκληρωτική, ο τρόμος της τιμωρίας και οι ενοχές τόσο καταλυτικά, που η επιστολή αυτή γίνεται συνταρακτική στο βαθμό που αποτελεί και η ίδια καθρέφτη της αδυναμίας του συντάκτη της να αντιμετωπίσει –έστω και φαντασιακά– τον πανίσχυρο πατέρα. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην σε διατρέξει ρίγος μπροστά σε φράσεις όπως «ήμαστε (...) τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον (…) που θα υπέθετε κανείς πως απλώς θα με ποδοπατούσες μέχρι που δεν θα απέμενε τίποτε από μένα», γνωρίζοντας ότι οι λέξεις αυτές έχουν βγει από την πένα του συγγραφέα της Μεταμόρφωσης. Αντίστοιχα, διαβάζοντας την εξιστόρηση μιας νύχτας που ο πατέρας του τον έβγαλε και τον παράτησε μόνο του στο κρύο, και πώς αυτό το περιστατικό του καλλιέργησε τη φοβία ότι ανά πάσα στιγμή και δίχως εμφανή λόγο ήταν δυνατό να τον βρει κάποια σκληρή τιμωρία, είναι δύσκολο ο νους να μην τρέξει στην Δίκη, και ειδικά στη φράση με την οποία ανοίγει η αφήγηση: «Κάποιος πρέπει να είχε συκοφαντήσει τον Ζόζεφ Κ., διότι, δίχως να έχει κάνει τίποτε κακό, ένα πρωί ήρθαν και τον συνέλαβαν». Και τι να πει κανείς για φράσεις όπως «Αποκτούσες για μένα την αινιγματικότητα που έχουν όλοι οι τύραννοι που το δίκιο τους εδράζεται στο πρόσωπό τους κι όχι στη σκέψη» ή «τούτη την τρομερή δίκη που εκκρεμεί ανάμεσα σ’ εσάς και σ’ εμένα...», καθώς και για τη διαρκή χρήση του σχήματος αθώος-ένοχος; Ο φόβος και το αίσθημα μειονεξίας που γεννούσε στον νεαρό Κάφκα η μορφή του πατέρα μοιάζει πράγματι να είναι η μήτρα του λογοτεχνικού έργου του, ένα μοντέλο τρόμου πάνω στο οποίο χτίστηκαν στη συνέχεια οι παράλογοι και τόσο παράξενα προφητικοί κόσμοι των βιβλίων του.
(μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του κειμένου έχει δημοσιευτεί στο ΒΗΜΑ της Κυριακής)
Είναι πιθανότατα εντελώς τυχαίο, αλλά εκ των υστέρων φαντάζει παράξενα σημαδιακό: η τελευταία φωτογραφία που έβγαλε ποτέ ο Φραντς Κάφκα είναι αυτή με την οποία έμελλε να περάσει στην αιωνιότητα, αυτή που χρόνια μετά το θάνατό του θα του χάριζε τον τίτλο της πλέον αναγνωρίσιμης περσόνας της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Με κοστούμι και γραβάτα όπως επιβαλλόταν, τα μαύρα μαλλιά κοντά και στρωμένα προς τα πίσω, τα χαρακτηριστικά μυτερά πεταχτά αυτιά και το οστεώδες πρόσωπο, μα κυρίως εκείνο το γυάλινο βλέμμα που ενώ κοιτάζει το φακό φαντάζει στραμμένο προς κάποιον αχανή εσωτερικό χώρο –θυμίζοντας αόριστα τις ανθρώπινες σκιές των επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης–, η μορφή αυτή αποτελεί την καλύτερη απεικόνιση του μυστηρίου που συνεχίζει να συνοδεύει ώς και σήμερα τη ζωή και το έργο του τσέχου συγγραφέα. Μυστήριο που δεν εδράζεται απλώς και μόνο στο ιδιότυπο και μοναδικό έργο του, ούτε βέβαια και στην, εν πολλοίς, στερημένη ζωή του, αλλά στη σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, στον προφανή όσο και ερμητικό δεσμό τους. Έτσι εξηγείται λοιπόν και η κομβική θέση που κατέχουν στο σύνολο των γραπτών του τα ποικίλα μη αφηγηματικά κείμενά του –αλληλογραφία, επιστολές, ημερολόγια, κτλ.–, και το διαχρονικό ενδιαφέρον κοινού και κριτικής γι’ αυτά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Επιστολή προς τον πατέρα, αποτελώντας την πλέον διαυγή ακτινογραφία της προσωπικότητας του τσέχου συγγραφέα, στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να περιγράψει με απλά λόγια και παραδείγματα το βάθος και το μέγεθος αυτού του δράματος, που στην περίπτωσή του είχε όνομα και επώνυμο: Χέρμανν Κάφκα.
Η Επιστολή προς τον πατέρα γράφτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της το 1919, στο πανδοχείο Στυντλ στο Σέλεζεν, κι ο συγγραφέας άρχισε να τη δακτυλογραφεί το καλοκαίρι του 1920, όταν αποφάσισε να στείλει το πρωτότυπο χειρόγραφο κείμενο στη Μιλένα Γέσενσκα. Ήταν τότε τριάντα έξι χρόνων: είχε μόλις ναυαγήσει και η δεύτερη και τελευταία του προσπάθεια να παντρευτεί, η υγεία του ήταν ήδη κλονισμένη, το αίσθημα αποτυχίας και ψυχοσωματικής κατάπτωσης είχε πια εμποτίσει εντελώς την προσωπικότητά του. Τα τελευταία πέντε χρόνια θα είναι από τα χειρότερα της ζωής του, γεμάτα αρρώστιες, αγωνίες και εικόνες θανάτου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η επιστολή αυτή φαντάζει με ύστατη προσπάθεια τελικής συμφιλίωσης, ή και εξιλέωσης, με την τρομακτική πατρική φιγούρα. Το μέγεθος και η εμμονή αυτού του τρόμου είναι έκδηλα τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενό της, μέσα από το οποίο αναδίνονται με τρόπο εντυπωσιακά διάφανο ορισμένα από τα κυρίαρχα μοτίβα του έργου του.
Είναι προφανές ότι μικρή έως και ανύπαρκτη θα ήταν η αξία και η σημασία αυτού του κειμένου αν συντάκτης του ήταν οποιοσδήποτε άλλος πλην του Κάφκα. Τα λογικά ή λογικοφανή επιχειρήματα, ορισμένα απλοϊκά παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, συχνά θυμίζουν πρόζα δικολάβου, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο ίδιος ο συγγραφέας σ’ ένα από τα γράμματά του προς τη Μιλένα. Και πράγματι: η υποταγή στην πατρική παντοδυναμία είναι τόσο ολοκληρωτική, ο τρόμος της τιμωρίας και οι ενοχές τόσο καταλυτικά, που η επιστολή αυτή γίνεται συνταρακτική στο βαθμό που αποτελεί και η ίδια καθρέφτη της αδυναμίας του συντάκτη της να αντιμετωπίσει –έστω και φαντασιακά– τον πανίσχυρο πατέρα. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην σε διατρέξει ρίγος μπροστά σε φράσεις όπως «ήμαστε (...) τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον (…) που θα υπέθετε κανείς πως απλώς θα με ποδοπατούσες μέχρι που δεν θα απέμενε τίποτε από μένα», γνωρίζοντας ότι οι λέξεις αυτές έχουν βγει από την πένα του συγγραφέα της Μεταμόρφωσης. Αντίστοιχα, διαβάζοντας την εξιστόρηση μιας νύχτας που ο πατέρας του τον έβγαλε και τον παράτησε μόνο του στο κρύο, και πώς αυτό το περιστατικό του καλλιέργησε τη φοβία ότι ανά πάσα στιγμή και δίχως εμφανή λόγο ήταν δυνατό να τον βρει κάποια σκληρή τιμωρία, είναι δύσκολο ο νους να μην τρέξει στην Δίκη, και ειδικά στη φράση με την οποία ανοίγει η αφήγηση: «Κάποιος πρέπει να είχε συκοφαντήσει τον Ζόζεφ Κ., διότι, δίχως να έχει κάνει τίποτε κακό, ένα πρωί ήρθαν και τον συνέλαβαν». Και τι να πει κανείς για φράσεις όπως «Αποκτούσες για μένα την αινιγματικότητα που έχουν όλοι οι τύραννοι που το δίκιο τους εδράζεται στο πρόσωπό τους κι όχι στη σκέψη» ή «τούτη την τρομερή δίκη που εκκρεμεί ανάμεσα σ’ εσάς και σ’ εμένα...», καθώς και για τη διαρκή χρήση του σχήματος αθώος-ένοχος; Ο φόβος και το αίσθημα μειονεξίας που γεννούσε στον νεαρό Κάφκα η μορφή του πατέρα μοιάζει πράγματι να είναι η μήτρα του λογοτεχνικού έργου του, ένα μοντέλο τρόμου πάνω στο οποίο χτίστηκαν στη συνέχεια οι παράλογοι και τόσο παράξενα προφητικοί κόσμοι των βιβλίων του.
(μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του κειμένου έχει δημοσιευτεί στο ΒΗΜΑ της Κυριακής)