■ «Ως πόλη, η Αθήνα είναι ανύπαρκτη. Δεν έχει ούτε μορφή ούτε ενότητα ούτε περίγραμμα. Είναι ένας σωρός από πράγματα βαλμένα το ένα πλάι στο άλλο […] Διστάζει κανείς να πει αν πρόκειται για κινητή κατασκήνωση μετά από σεισμό ή για επιχείρηση κατεδάφισης.»
■ Τάδε έφη Ζαν Πολ-Σαρτρ μετά από επίσκεψή του στην πόλη μας, κάπου στα τέλη του 70. Λέτε, ως γνήσιο τέκνο του παρισινού Μάη, λαμπαδιασμένη να την εκτιμούσε περισσότερο;
■ Κι αν συνοφρυώνεστε μπροστά στη γαλατική αλαζονεία, διαβάστε την περιγραφή ενός «δικού μας», του Εμμανουήλ Ροΐδη, από το «Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς αγώνας του 1896»:
■ «Εκείνο το οποίον προ πάντων αρέσκει εις τους επισκεπτόμενους το Άστυ ημών ξένους είναι ότι δεν έχει προάστια. Πριν εισέλθη τις εις πάσαν άλλην πρωτεύουσα […] αναγκάζεται να διαβή […] είδος προθαλάμου χρησιμεύοντος εις τοποθέτησιν πάντων όσα θα ασχήμιζον την πόλιν […]. Εκεί ευρίσκονται αι αποθήκαι, τα σιδηρουργεία, τα σφαγεία, τα ζωοστάσια, και όσ’ άλλα αναγκάζονται παρ’ ημίν οι δυστυχείς κάτοικοι της οδού Ηφαίστου, της Πλάκας, της Βάθειας και του Ψυρρή να ανέχωνται περί αυτούς. […]»
■ Σοκαρισμένοι και αμήχανοι, επιχειρούμε, ο καθένας με τα εργαλεία του, να εξηγήσουμε πώς φτάσαμε εδώ – ή και να ορίσουμε τι εννοούμε όταν λέμε «εδώ». Προφανώς η «νόσος» είναι πολυπαραγοντική, δύσκολα βρίσκεται ένα ερμηνευτικό κλειδί για όλα. Και για τον αναίτιο χαμό ενός 15χρονου, και για το γενικευμένο μπάχαλο που ακολούθησε, και για τη στάση του κράτους, της κυβέρνησης, των ΜΜΕ και όλων ημών που παρακολουθούσαμε γοητευμένοι και τρομαγμένοι τις φλόγες να καίνε την βιβλιοθήκη της Νομικής, βιβλιοπωλεία να βανδαλίζονται.
■ Μια υπόθεση εργασίας: Οι σημερινοί νέοι δεν αγαπούν την Αθήνα (ούτε τα μικρότερα κακέκτυπά της, τις επαρχιακές πόλεις). Τη βιώνουν εχθρικά, δυσκολεύονται να ενταχθούν δημιουργικά σε αυτήν, να την κάνουν δική τους.
■ Επίσης: Η χρόνια αδυναμία μας να κάνουμε διαφοροποιήσεις και ιεραρχήσεις, να ορίσουμε ποιοτικές διαβαθμίσεις, μας βυθίζει σε έναν ιδιότυπο πολτό αποχαυνωμένης ευδαιμονίας. Εικόνα μας, η αρχιτεκτονική μας (ή η απουσία της). Η αρχιτεκτονική νοηματοδοτεί την πόλη, οργανώνει σημασιολογικά τη σχέση του δημόσιου με το ιδιωτικό, του ατομικού με το συλλογικό. Το μπάχαλο έλκει το μπάχαλο.
■ Μια δεύτερη υπόθεση εργασίας: Η γενιά της Μεταπολίτευσης, οι σημερινοί πενηντάρηδες, έχουν κάνει παιδιά. Γαλουχημένοι με τα φαντάσματα της Αντίστασης, του γαλλικού Μάη και του Πολυτεχνείου, αισθάνονται περήφανοι για την αγωνιστικότητα των τέκνων τους, ανοχή για την καταστροφική μανία τους.
■ Πρόσφατα, βουλευτής, στα πενήντα και κάτι, ερωτηθείς για τις καταστροφές, απάντησε με αναγωγή στο Μάη: «Και τότε έγιναν καταστροφές, αλλά σήμερα όλοι λέμε ότι αυτό που έγινε ήταν καλό…» Ο ίδιος ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, σε κεντρικό δελτίο, έκανε αναγωγή στους «Αθλίους» του Bικτόρ Ουγκό και προέτρεψε τους συνομιλητές τους να το διαβάσουν για να κατανοήσουν τα σημερινά γεγονότα.
■ Είναι προφανές ότι μια μερίδα της Αριστεράς, αλλά και πολλοί γνωμοδιαμορφωτές, ζουν σε αλλοτινούς καιρούς. Σ’ αυτό το gap, ανάμεσα στην εποχή στην οποία φαντασιακά αναφέρονται και στη σημερινή, κινδυνεύουμε να φάμε τα μούτρα μας.
■ Τέλος: Η συμβολική κατάρρευση όλων των μεγάλων θεσμών (κόμματα, Δικαστικό σώμα, Εκκλησία, Εκπαίδευση) και όλων των αξιών που συνδέονται με αυτούς, είναι το θλιβερό μπακγκράουντ.
Υ.Γ. Η ανάλυση που βλέπει ΠΑΝΤΟΤΕ στη βία τα απόνερα μιας προγενέστερης βίας είναι κατά την άποψή μας ρηχή. Αρκεί μονάχα να έχεις παρατηρήσει μικρά παιδιά στο παιχνίδι τους, να έχεις διαγνώσει την καταστροφική χαρά με την οποία θα τα έκαναν όλα «γυαλιά καρφιά», αν τους περνούσες, έστω ασυνείδητα, το μήνυμα ότι αυτό επιτρέπεται. Μήπως τους έχουμε ήδη περάσει αυτό το μήνυμα; Ή κάτι ακόμη χειρότερο: Ότι μονάχα έτσι θα αποκτήσουν λόγο ύπαρξης.
■ Τάδε έφη Ζαν Πολ-Σαρτρ μετά από επίσκεψή του στην πόλη μας, κάπου στα τέλη του 70. Λέτε, ως γνήσιο τέκνο του παρισινού Μάη, λαμπαδιασμένη να την εκτιμούσε περισσότερο;
■ Κι αν συνοφρυώνεστε μπροστά στη γαλατική αλαζονεία, διαβάστε την περιγραφή ενός «δικού μας», του Εμμανουήλ Ροΐδη, από το «Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς αγώνας του 1896»:
■ «Εκείνο το οποίον προ πάντων αρέσκει εις τους επισκεπτόμενους το Άστυ ημών ξένους είναι ότι δεν έχει προάστια. Πριν εισέλθη τις εις πάσαν άλλην πρωτεύουσα […] αναγκάζεται να διαβή […] είδος προθαλάμου χρησιμεύοντος εις τοποθέτησιν πάντων όσα θα ασχήμιζον την πόλιν […]. Εκεί ευρίσκονται αι αποθήκαι, τα σιδηρουργεία, τα σφαγεία, τα ζωοστάσια, και όσ’ άλλα αναγκάζονται παρ’ ημίν οι δυστυχείς κάτοικοι της οδού Ηφαίστου, της Πλάκας, της Βάθειας και του Ψυρρή να ανέχωνται περί αυτούς. […]»
■ Σοκαρισμένοι και αμήχανοι, επιχειρούμε, ο καθένας με τα εργαλεία του, να εξηγήσουμε πώς φτάσαμε εδώ – ή και να ορίσουμε τι εννοούμε όταν λέμε «εδώ». Προφανώς η «νόσος» είναι πολυπαραγοντική, δύσκολα βρίσκεται ένα ερμηνευτικό κλειδί για όλα. Και για τον αναίτιο χαμό ενός 15χρονου, και για το γενικευμένο μπάχαλο που ακολούθησε, και για τη στάση του κράτους, της κυβέρνησης, των ΜΜΕ και όλων ημών που παρακολουθούσαμε γοητευμένοι και τρομαγμένοι τις φλόγες να καίνε την βιβλιοθήκη της Νομικής, βιβλιοπωλεία να βανδαλίζονται.
■ Μια υπόθεση εργασίας: Οι σημερινοί νέοι δεν αγαπούν την Αθήνα (ούτε τα μικρότερα κακέκτυπά της, τις επαρχιακές πόλεις). Τη βιώνουν εχθρικά, δυσκολεύονται να ενταχθούν δημιουργικά σε αυτήν, να την κάνουν δική τους.
■ Επίσης: Η χρόνια αδυναμία μας να κάνουμε διαφοροποιήσεις και ιεραρχήσεις, να ορίσουμε ποιοτικές διαβαθμίσεις, μας βυθίζει σε έναν ιδιότυπο πολτό αποχαυνωμένης ευδαιμονίας. Εικόνα μας, η αρχιτεκτονική μας (ή η απουσία της). Η αρχιτεκτονική νοηματοδοτεί την πόλη, οργανώνει σημασιολογικά τη σχέση του δημόσιου με το ιδιωτικό, του ατομικού με το συλλογικό. Το μπάχαλο έλκει το μπάχαλο.
■ Μια δεύτερη υπόθεση εργασίας: Η γενιά της Μεταπολίτευσης, οι σημερινοί πενηντάρηδες, έχουν κάνει παιδιά. Γαλουχημένοι με τα φαντάσματα της Αντίστασης, του γαλλικού Μάη και του Πολυτεχνείου, αισθάνονται περήφανοι για την αγωνιστικότητα των τέκνων τους, ανοχή για την καταστροφική μανία τους.
■ Πρόσφατα, βουλευτής, στα πενήντα και κάτι, ερωτηθείς για τις καταστροφές, απάντησε με αναγωγή στο Μάη: «Και τότε έγιναν καταστροφές, αλλά σήμερα όλοι λέμε ότι αυτό που έγινε ήταν καλό…» Ο ίδιος ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, σε κεντρικό δελτίο, έκανε αναγωγή στους «Αθλίους» του Bικτόρ Ουγκό και προέτρεψε τους συνομιλητές τους να το διαβάσουν για να κατανοήσουν τα σημερινά γεγονότα.
■ Είναι προφανές ότι μια μερίδα της Αριστεράς, αλλά και πολλοί γνωμοδιαμορφωτές, ζουν σε αλλοτινούς καιρούς. Σ’ αυτό το gap, ανάμεσα στην εποχή στην οποία φαντασιακά αναφέρονται και στη σημερινή, κινδυνεύουμε να φάμε τα μούτρα μας.
■ Τέλος: Η συμβολική κατάρρευση όλων των μεγάλων θεσμών (κόμματα, Δικαστικό σώμα, Εκκλησία, Εκπαίδευση) και όλων των αξιών που συνδέονται με αυτούς, είναι το θλιβερό μπακγκράουντ.
Υ.Γ. Η ανάλυση που βλέπει ΠΑΝΤΟΤΕ στη βία τα απόνερα μιας προγενέστερης βίας είναι κατά την άποψή μας ρηχή. Αρκεί μονάχα να έχεις παρατηρήσει μικρά παιδιά στο παιχνίδι τους, να έχεις διαγνώσει την καταστροφική χαρά με την οποία θα τα έκαναν όλα «γυαλιά καρφιά», αν τους περνούσες, έστω ασυνείδητα, το μήνυμα ότι αυτό επιτρέπεται. Μήπως τους έχουμε ήδη περάσει αυτό το μήνυμα; Ή κάτι ακόμη χειρότερο: Ότι μονάχα έτσι θα αποκτήσουν λόγο ύπαρξης.