Αν ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα ήταν πεδίο προβληματισμού, αναστοχασμού, συζήτησης –και όχι αρένα άγονων ξιφουλκήσεων και κουτσομπολιού– το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη, "Κόκκινο στην πράσινη γραμμή" (Μεταίχμιο) με θέμα τον «άγνωστο» πόλεμο στην Κύπρο, θα είχε γίνει θέμα ακόμη και στα δελτία ειδήσεων. Άλλωστε, το 2009 ήρθαν στο φως νέα στοιχεία –κι όπως αναμενόταν, επώδυνα– σε σχέση με το ζήτημα των αγνοουμένων· οι ευκαιρίες δεν έλειψαν.
Ο 58χρονος Βασίλης Γκουρογιάννης, δικηγόρος στο επάγγελμα, είχε και σε προηγούμενο μυθιστόρημά του, το «Βέβηλη πτήση» (Μεταίχμιο, 2003), ασχοληθεί με πτυχές των εθνικών θεμάτων, ωστόσο με το «Κόκκινο στην πράσινη γραμμή» αναμετράται μυθοπλαστικά με μια χαίνουσα πληγή, απέναντι στην οποία η ελλαδική κοινωνία, γαλουχημένη στην ευδαιμονική κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, αισθάνεται αμηχανία – αν όχι και κάποια δυσφορία. Άλλωστε, το ελλαδικό μιντιακό δόγμα που συνοψιζόταν στη φράση «το κυπριακό δεν πουλάει» τι άλλο μαρτυρούσε παρά αυτή τη διάθεση απώθησης της τραγωδίας, άτακτης φυγής προς τα εμπρός; Για τους Κύπριους βέβαια η «φυγή» δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ούτε και για τους επιζήσαντες ελδυκάριους (ΕΔΛΥΚ – Ελληνικές Δυνάμεις Κύπρου). Κι όσο για τους 4.000 νεκρούς μας, ο αριθμός τους λειτουργεί παραλυτικά σήμερα, μια και οι περισσότεροι έχουμε την αίσθηση ότι ο τουρκικός στρατός το καλοκαίρι του 1974 προέλαυνε χωρίς ουσιαστική αντίσταση. (Δυστυχώς, η παρουσία της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο συνδέθηκε περισσότερο με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και τα όσα ακολούθησαν, παρά με τη, συχνά ηρωική, συμμετοχή των στρατιωτών της στις μάχες…)
Ο Γκουρογιάννης κάνει χρήση ενός έξυπνου ευρήματος, τη διοργάνωση ενός συνεδρίου βετεράνων σήμερα στη μεγαλόνησο, καταφέρνοντας έτσι να «μαζέψει» στον τόπο του δράματος όλες τις πλευρές – ακόμη και τους απαραίτητους εκπροσώπους της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Αυτό δίνει πολλαπλές ευκαιρίες στον συγγραφέα να συνδυάζει μαρτυρίες από μάχες και πολεμικά γεγονότα με τη σκιαγράφηση χαρακτήρων – οι περισσότεροι, ακρωτηριασμένοι ψυχικά (συχνά και σωματικά) από τη συμμετοχή τους σε έναν πόλεμο που κανείς δεν θέλει να θυμάται. Ο κεντρικός ήρωας, δικηγόρος και πρόεδρος του μεγαλύτερου συλλόγου ελλαδιτών βετεράνων, είναι ένας έξυπνα σχεδιασμένος χαρακτήρας, που ισορροπεί διαρκώς στην κόψη της ματαίωσης, αφήνοντας σχεδόν μέχρι τέλους ερωτηματικά για διάφορες πτυχές της προσωπικής εμπλοκής του. Εν κατακλείδι: Ένα πλούσιο, τολμηρό, καλά σχεδιασμένο μυθιστόρημα, το οποίο ακόμη κι αν έχει ορισμένα προβλήματα οικονομίας –κακά τα ψέματα, πόσα μυθιστορήματα 450 σελίδων δεν έχουν;–, καταφέρνει να διαπραγματευτεί ζωντανά και πολυεστιακά ένα σχεδόν ανεκμετάλλευτο από την πεζογραφία μας κοίτασμα.
Σε εντελώς άλλο μήκος κύματος η 41χρονη Άντζελα Δημητρακάκη (διδάσκει θεωρία της σύγχρονης τέχνης στο πανεπιστήμιου του Εδιμβούργου), επιχειρεί να φέρει με δραστικό τρόπο στα καθ’ ημάς ποικιλία προβληματισμών από το χώρο της σύγχρονης κριτικής θεωρίας και των πολιτισμικών σπουδών – συνεισφορά που συχνά αντιμετωπίζεται με ανασηκωμένα φρύδια, παρότι είναι κοινή παραδοχή ότι η πεζογραφία στη χώρα μας δεν διαφεύγει συχνά του γενικότερου επαρχιωτισμού που χαρακτηρίζει τα πολιτιστικά μας πράγματα. Η ιστορία της στο "Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα" (Εστία) είναι καταρχάς απλή: Η Κατίνα Μελά, γόνος ιδιόρρυθμης ελληνοαμερικανικής οικογένειας και μελετήτρια της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, φτάνει στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 2006 και προσπαθεί, με όχι ιδιαίτερη επιτυχία, να ενταχθεί στην αθηναϊκή κοινωνία. Παράλληλα, προσπαθεί να βάλει την ζωή της σε μια σειρά, να συμφιλιωθεί με πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος, αλλά και με ζητήματα που σχετίζονται με τις ερωτικές της επιλογές, μια και είναι συνειδητοποιημένη λεσβία.
Το βιβλίο της Δημητρακάκη χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, που αντιστοιχούν σε τέσσερις διακριτές αφηγηματικές στρατηγικές. Στο πρώτο μέρος, έχουμε σε παράθεση την εξερχόμενη αλληλογραφία (ιμέιλ και επιστολές) της Κατίνας προς διάφορους αποδέκτες, με βασικότερο τον αδελφό της στην Αμερική. Σκέψεις για το παρελθόν, εμπειρίες από την καθημερινότητα, συνδυάζονται με σπαραξικάρδιες εκκλήσεις προς την πρώην σύντροφό της, την Ταμάρα, με την οποία έχει χωρίσει έπειτα από επταετή δεσμό.
Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονται οι καταγραφές στο ημερολόγιό της. Το στρατήγημα αυτό, η παράθεση δύο διαφορετικών αφηγήσεων πάνω στην ίδια χρονική περίοδο, και μάλιστα από το ίδιο άτομο, παράγει μια εντύπωση διαδοχικών επιστρώσεων της πραγματικότητας που αφήνει πολλαπλές διόδους στον αναγνώστη. Στο τρίτο μέρος διαβάζουμε την εισήγηση της ηρωίδας σε ένα συνέδριο στους Δελφούς με θέμα την ελληνικής καταγωγής ποιήτρια Θαλασσία Ύλη – την οποία έχει μελετήσει πολλαπλώς η Κατίνα. Τέλος, το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με την παράθεση μιας μακροσκελούς συνέντευξης της ποιήτριας, σε μετάφραση της ηρωίδας.
Πολλά και διόλου ευκαταφρόνητα τα επιτεύγματα της Δημητρακάκη – στο πιθανότατα ωριμότερο και πιο οικονομημένο βιβλίο της. Καταρχάς η ηρωίδα της, η Κατίνα Μελά, είναι ένας από τα πιο ενδιαφέροντες, σύγχρονους και ρευστούς χαρακτήρες της πεζογραφίας μας των τελευταίων χρόνων· η επαφή της με την ελληνική πραγματικότητα, με αδιόρατο χιούμορ και γνήσια έκπληξη, δίνει μια εξαιρετικά πρωτότυπη και πέρα από κάθε λογής στερεότυπα εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας. Επίσης: Η πραγμάτευση της ομοφυλοφιλίας της ηρωίδας της, με τον απροκάλυπτο, συχνά ωμό τρόπο με τον οποίο εκφράζεται, δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να προσεγγίσει σε βάθος το ζήτημα της ταυτότητας, της ξενικότητας, της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης στον σύγχρονο κόσμο, χωρίς να εγκλωβίζεται σε θεωρητικά σχήματα και παγιωμένες αντιλήψεις. Η προσέγγισή της είναι ουσιαστικά ποιητική, ακόμη κι όταν ψελλίζει σκέψεις για τη ασυμβατότητα του πεζού λόγου με τον σύγχρονο κόσμο, και την ίδια στιγμή ειρωνική, αφού το πρόσωπο που την έχει στοιχειώσει είναι ποιήτρια.
Αν υπάρχει ένα σημείο το οποίο θα μπορούσε να γίνει αφετηρία κριτικής κουβέντας, αυτό θα είχε να κάνει με την παντελή έλλειψη θετικού ανδρικού προτύπου στο μυθοπλαστικό σύμπαν του βιβλίου, αφού πλην του βάναυσου πατέρα και του παραβατικού αδελφού, όλα τα υπόλοιπα αρσενικά είναι ομοφυλόφιλοι. Η σαγήνευση της ηρωίδας από το δίπολο κόρης-μάνας μοιάζει στιγμές στιγμές να «καθηλώνει» και την ίδια τη συγγραφέα στους κόλπους ενός σύμπαντος που φαντάζει αυτάρκες και αυτοτροφοδοτούμενο. Μεγάλη και δύσκολη συζήτηση· αναμφίβολα, μια από τις πολλές που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν με αφορμή αυτό το άκρως ερεθιστικό μυθιστόρημα.